Το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935


Πρόλογος: 

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1922-1936), εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα, πολλά και αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα και πραξικοπήματα, τα οποία διασάλευαν τη κοινωνική συνοχή του κράτους. Όλα τα στρατιωτικά κινήματα, πραγματοποιούνταν από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς ή φιλοβασιλικούς. Στο παρακάτω άρθρο, θα αναφερθούμε στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, το οποίο οργανώθηκε από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς. 

Τα γεγονότα, πριν το κίνημα: 

  Όπως αναφέραμε, σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, είχε αποσταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση, στο εσωτερικό της χώρας. Στη πολιτική σκηνή, κυριαρχούσαν οι δύο πολιτικές παρατάξεις (οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικού ή φιλοβασιλικοί), οι οποίες είχαν δημιουργήσει τους δύο πολιτικούς αντίπαλους πόλους, από τη περίοδο του εθνικού διχασμού (1915-1917), δηλαδή υπήρχε το κόμμα των Φιλελευθέρων, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Λαϊκό κόμμα, υπό το Παναγή Τσαλδάρη. Ο διχασμός, επικράτησε και μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, όπου τα δύο κόμματα είχαν αποκτήσει τα ερείσματα τους στον ελληνικό στρατό και εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση της Ελλάδας. 

  Το 1928, διεξήχθησαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε πλειοψηφικά το κόμμα των Φιλελευθέρων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σχημάτισε κυβέρνηση και εξάντλησε τη τετραετία, δηλαδή έως το 1932. Στη διάρκεια αυτής, της τελευταίας πρωθυπουργικής του θητείας, έλαβε σημαντικά μέτρα, για να τονώσει την οικονομία της χώρας και ταυτόχρονα, εισήγαγε νέες μεταρρυθμίσεις στο τομέα της παιδείας. Παράλληλα, κατασκευάστηκαν νέες υποδομές. Όμως, ο Βενιζέλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τη παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε, μετά το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και ως εκ τούτου, το Μάιο του 1932, η Ελλάδα αδυνατώντας, να ξεπληρώσει το δημόσιο χρέος της και λόγω, της μείωσης των εξαγωγών της, ο Βενιζέλος έκανε παύση πληρωμών. Μ’ αυτό τον τρόπο, η Ελλάδα χρεοκόπησε επίσημα για δεύτερη φορά, μετά τη πρώτη πτώχευση, που έλαβε χώρα το 1893. 

  Η αντιπολίτευση, άσκησε δριμεία κριτική, κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, την οποία θεωρούσε, ως κύρια υπεύθυνη για τη πτώχευση της χώρας, ενώ τα εργατικά συνδικάτα διοργάνωναν καθημερινά απεργίες, επειδή διαμαρτύρονταν για τα σκληρά οικονομικά μέτρα, τα οποία είχε λάβει η κυβέρνηση Βενιζέλου. Έπειτα, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1932, διεξήχθησαν εκλογές, στις οποίες το λαϊκό κόμμα, υπό το Τσαλδάρη κατάφερε να κερδίσει, αλλά σχημάτισε κυβέρνηση με τη ψήφο ανοχής, του κόμματος, των Φιλελευθέρων. Τον Ιανουάριο του 1933, ο Βενιζέλος απέσυρε την εμπιστοσύνη του, στη κυβέρνηση Τσαλδάρη, σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία οδήγησε, εκ νέου τη χώρα σ’ εκλογές. Οι νέες εκλογές, διεξήχθησαν στις 5 Μαρτίου του 1933, όπου η ενωμένη αντιβενιζελική παράταξη, η οποία αποτελείτο, πλην του λαϊκού κόμματος, από το στρατιωτικό Γεώργιο Κονδύλη και το μετέπειτα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, κατάφερε, να κερδίσει τη πλειοψηφία. 

  Όμως, μία ημέρα μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, δηλαδή στις 6 Μαρτίου του 1933, ο στρατιωτικός Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος ήτο υποστηρικτής του Βενιζέλου, επιχείρησε, να εμποδίσει το λαϊκό κόμμα, να σχηματίσει κυβέρνηση, μέσω ενός στρατιωτικού κινήματος, αλλά, εν τέλει, το κίνημα απέτυχε, αφού ο ίδιος ο Βενιζέλος, δε το υποστήριξε και έπεισε το Πλαστήρα, να αποσυρθεί. Έτσι, ο Τσαλδάρης σχημάτισε κυβέρνηση. 

  Με το σχηματισμό, της νέας αντιβενιζελικής κυβέρνησης, η κατάσταση ήταν ρευστή και η αντιπαλότητα, ανάμεσα στις δύο παρατάξεις είχε οξυνθεί περαιτέρω. Αυτό γίνεται αντιληπτό, από τη δεύτερη απόπειρα δολοφονίας, που διενεργήθηκε εναντίον του Βενιζέλου, όταν ο τελευταίος επέστρεφε, στις 11 το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933, στην Αθήνα, μετά από μια επίσκεψη, που έκαναν, μαζί με τη σύζυγο του, Έλενα, σ’ ένα φιλικό σπίτι στη Κηφισιά. Ειδικότερα: ένα αυτοκίνητο παρεμβλήθηκε, ανάμεσα στο αμάξι, στο οποίο επέβαινε ο Βενιζέλος και η σύζυγος του και στο αυτοκίνητο, στο οποίο βρίσκονταν η προσωπική ασφάλεια του Βενιζέλου. Τότε, οι δράστες, άρχισαν, να πυροβολούν, κατά των δύο αυτοκινήτων, όπου τραυματίστηκε η σύζυγος του Βενιζέλου, Έλενα, ο οδηγός του αυτοκινήτου, που μετέφερε το Βενιζέλο και ένας σωματοφύλακας του. Εν τέλει, κατάφεραν, να διαφύγουν, ενώ οι δράστες συνελήφθησαν, μετά από λίγο χρονικό διάστημα. 

  Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, το παραπάνω γεγονός, το καταδίκασε αμέσως η κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία ζήτησε την άμεση διαλεύκανση της. Όπως αναφέραμε, συνελήφθησαν οι δράστες, αλλά, εν τέλει, η δίκη αναβλήθηκε επ’ αόριστον, αφού, μεσολάβησε το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935. Όλα αυτά, αποδεικνύουν το τεταμένο κλίμα, που υπήρχε ανάμεσα στις δύο πολιτικές παρατάξεις. 

Η προετοιμασία του κινήματος:

 

Εικόνα 1: Ο στρατιωτικός, που κατέστειλε το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, Γεώργιος Κονδύλης.

Όλα αυτά, δηλαδή οι υπονομεύσεις, που έκαναν οι αντιβενιζελικοί εις βάρος, των Φιλελευθέρων, καθώς και οι εκκαθαρίσεις, που έκανε στο στρατό, ο υπουργός στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης, κυρίως με αποτάξεις αξιωματικών στο ναυτικό, που ήταν φιλικά προσκείμενοι στο φιλοβενιζελικό αξιωματικό, Νικόλαο Πλαστήρα, αλλά και γενικά, αξιωματικών, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει την ιδεολογία των «Φιλελευθέρων».  

Επιπλέον, υπήρχαν φήμες ότι, ο Κονδύλης σχεδίαζε, να εγκαθιδρύσει δικτατορία και να επαναφέρει τη μοναρχία. Επομένως, σύμφωνα με κάποιους εκπροσώπους της βενιζελικής παράταξης, το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας, βρισκόταν σε κίνδυνο και ενδεχομένως, μπορούσε να καταλυθεί. Όλα, αυτά, ήταν τα αίτια, τα οποία οδήγησαν, στο κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935.

  Γι’ αυτό, ιδρύθηκαν δύο μυστικές οργανώσεις το 1933. Ιδρύθηκε η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωσις» (Ε.Σ.Ο) και η «Δημοκρατική Άμυνα». Ιδρυτικά μέλη της Ε.Σ.Ο, ήταν, ο στρατιωτικός και αντιμοναρχικός, Στέφανος Σαράφης και οι στρατιωτικοί αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. 

Σκοπός της οργάνωσης, ήταν, να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη δικτατορία του Κονδύλη και να εκκαθαρίσουν, το στράτευμα από μη ικανούς αξιωματικούς. Από την άλλη πλευρά, η «Δημοκρατική Άμυνα», αποτελείτο από το στρατιωτικό Αναστάσιο Παπούλα, ο οποίος ήτο αρχιστράτηγος της Μικρασιατικής εκστρατείας του 1922, ο στρατιωτικός Στυλιανός Γονατάς, ο οποίος ηγείτο, μαζί με το Πλαστήρα, του κινήματος, του Σεπτεμβρίου του 1922. Όμως, ο ουσιαστικός αρχηγός, ήταν ο αυτοεξόριστος στρατιωτικός στη Γαλλία, Νικόλαος Πλαστήρας. Τα μέλη της οργάνωσης, είχαν, ως στόχο, να επανακτήσουν τις θέσεις τους, στο στράτευμα. 

  Οι δύο οργανώσεις, συγχωνεύτηκαν, με τη μεσολάβηση του Αλέξανδρου Ζάννα, ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Με τη συγχώνευση, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τον Αλέξανδρο Ζάννα, τον απόστρατο πλοίαρχο και μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας» Κολιαλέξης και το Σαράφη. Τα μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας», ήταν οι πιο ανυπόμονοι και ζητούσαν, να επισπευστούν οι διαδικασίες για την εκδήλωση του κινήματος. 

          Εικόνα 2: Στα δεξιά, ο Αλέξανδρος Ζάννας και στα αριστερά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ταυτόχρονα, στο παρασκήνιο εντείνονταν οι διαβουλεύσεις για το επερχόμενο κίνημα. Ήδη, από το καλοκαίρι του 1934, ο Βενιζέλος είχε καλέσει στη Κρήτη, ορισμένα μέλη της Ε.Σ.Ο και τους υπογράμμισε το κίνδυνο της παλινόρθωσης της μοναρχίας και τους ζήτησε, να μιμηθούν τους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν διεξάγει το κίνημα στο Γουδί, το 1909. Ο Σαράφης, ο οποίος συμμετείχε στη παραπάνω συζήτηση, απάντησε ότι, αν οι συνθήκες όδευαν στην εκδήλωση ενός κινήματος, τον ήθελαν (το Βενιζέλο), να ηγηθεί. 

Όμως, ο ίδιος ο Βενιζέλος, δεν ανέλαβε την αρχηγία του κινήματος, λόγω της ηλικίας του και συν τοις άλλοις, δεν ήθελε, να δώσει στη κυβέρνηση Τσαλδάρη, το επιχείρημα ότι, μέσω του κινήματος, επιθυμούσε, να επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας (ο Βενιζέλος). Πρότεινε, να αναλάβει την αρχηγία, ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αλλά αρνήθηκε. Εν τέλει, οι Αναστάσιος Παπούλας και Στυλιανός Γονατάς, ανέλαβαν την ηγεσία του κινήματος, αλλά, ο πραγματικός αρχηγός, ήταν ο Πλαστήρας. 

  Οι στόχοι του κινήματος, ήταν, η κατάληψη της διακυβέρνησης της χώρας και η εγκαθίδρυση μιας στρατιωτικής κυβέρνησης από τη πλευρά της βενιζελικής παράταξης. Αφού, θα συγκροτείτο, η νέα αυτή κυβέρνηση, θα είχε το εξής πρόγραμμα: 

α) θα εκκαθάριζε τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας απ’ όλους τους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς, 

β) θα γίνονταν δεκτοί στις ένοπλες δυνάμεις, μόνο στρατιωτικοί, οι οποίοι θα ήσαν απόλυτα αφοσιωμένοι στο νέα πολιτική κατάσταση, που θα δημιουργείτο, 

γ) θα γίνονταν μεταρρυθμίσεις στο πολίτευμα και 

δ) θα προβλεπόταν ότι, ο εκάστοτε πρόεδρος της δημοκρατίας, θα εκλεγόταν από τον λαό και όχι από το κοινοβούλιο. 

  Εν συνεχεία, το σχέδιο του κινήματος, το οποίο είχε διαμορφωθεί ως την εκδήλωση του, προέβλεπε την κατάληψη του στόλου και μετά την κατάληψη του, θα έπλεε προς τη Θεσσαλονίκη και τη Καβάλα. Θα καταλάμβαναν, τις δύο αυτές πόλεις, στις οποίες υπερίσχυαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί και ως εκ τούτου, η κατάληψη των δύο πόλεων, θα ήταν εύκολη. Συγχρόνως, θα εξεγείρονταν η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων, είχαν υιοθετήσει την ιδεολογία της βενιζελικής παράταξης. Επιπλέον, προβλέπονταν εξεγέρσεις μικρότερης κλίμακας, που θα λάμβαναν χώρα στις στρατιωτικές μονάδες, που βρίσκονταν στην Αθήνα. 

Όμως, αυτές οι εξεγέρσεις, θα γίνονταν, ως αντιπερισπασμός, για να διευκολυνθεί, η έξοδος του στόλου από το ναύσταθμο. Αν η κυβέρνηση Τσαλδάρη, υπέκυπτε και παρέδιδε την εξουσία, τότε, όπως αναφέραμε, θα σχηματιζόταν στρατιωτική κυβέρνηση από τους αξιωματικούς του κινήματος. Όμως, σε περίπτωση, που η κυβέρνηση θα πρόβαλε αντίσταση, θα συγκροτείτο προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, η οποία θα οργάνωνε ένα σχέδιο, το οποίο θα αφορούσε τη κατάληψη της Αθήνας. 

  Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε, τη στάση του Βενιζέλου, ο οποίος συμφώνησε με τη διενέργεια του κινήματος, παρ’ ότι, δεν ανέλαβε την ηγεσία του, όπως αναφέραμε. Όμως, ήταν ο ανεπίσημος αρχηγός. Ο Βενιζέλος, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας και των δημοκρατικών αξιών, αποφάσισε, να υποστηρίξει το κίνημα, επειδή η δολοφονική απόπειρα, που δέχτηκε στις 11 Ιουνίου του 1933, τον είχε συνταράξει ψυχολογικά και κατανόησε ότι, η πολιτικοί του αντίπαλοι, χρησιμοποιούσαν όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα, για να τον εξοντώσουν. Επιπρόσθετα, η ήττα του, στις εκλογές του 1933, τον είχε πληγώσει, ένιωθε ότι, θιγόταν ο ίδιος, φαινόταν, να χάνει τη ψυχραιμία, από την οποία, διεπόταν, παρασυρόταν σε ατυχείς αποφάσεις και δε μπορούσε, πλέον, να αντιμετωπίσει τη κριτική, που δεχόταν για τη πολιτική, που ασκούσε. Όλα αυτά, τον έκαναν, να υποστηρίξει το κίνημα.

Το κίνημα: 

  Στις 10 Φεβρουαρίου του 1935, ο Βενιζέλος έγραψε ένα μακροσκελές κείμενο προς τον πλωτάρχη Ζάγκα, στον οποίο εξηγούσε τους λόγους, για τους οποίους, αποφάσισε, να υποστηρίξει το κίνημα. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου του 1935, εκδηλώθηκε το κίνημα. Οι κινηματίες κατέλαβαν το στόλο. Το καταδρομικό «Αβέρωφ», το εύδρομο «Έλλη», τα αντιτορπιλικά «Ψαρά» και «Λέων», το τορπιλοβόλο «Νίκη» και τα υποβρύχια «Κατσώνης» και «Νηρεύς», κατελήφθησαν από τους βενιζελικούς αξιωματικούς. Επομένως, το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, είχε καταληφθεί. Έπειτα, τα πλοία εξέπλευσαν από το Πέραμα και ο πρώτος στόχος των βενιζελικών αξιωματικών, είχε πραγματοποιηθεί. 

  Έπειτα, ξεκίνησαν οι εξεγέρσεις των στρατιωτικών φρουρών στην Αθήνα. Στο Πρότυπο τάγμα Ευζώνων, μετέβη ο Χριστόδουλος Τσιγάντες και ο Σαράφης και στη Σχολή Ευελπίδων ο Ιωάννης Τσιγάντες. Όμως, η επιρροή τους, ήταν περιορισμένη, όπως και η προσέλευση απότακτων αξιωματικών (που ανήκαν στη βενιζελική παράταξη), για να ενισχύσουν το κίνημα. Άρα, οι αντιβενιζελικοί έθεσαν, υπό τον έλεγχό τους, τις στρατιωτικές φρουρές, που βρίσκονταν στην Αθήνα και εκτός, κάποιων αψιμαχιών, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε. Εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι, στην Αθήνα, επιρροή είχαν οι αντιβενιζελικοί, οπότε ήταν δύσκολο, να επικρατήσουν οι φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί. 

  Την ίδια στιγμή, υπήρξε μια διχογνωμία, ανάμεσα στους ιθύνοντες του κινήματος. Δύο αξιωματικοί, οι Κολιαλέξης και Ιωάννης Δεμέστιχας, διαφώνησαν, ως προς ποια κατεύθυνση, θα έπρεπε, να κινηθεί ο στόλος, ενώ, αρχικά, το σχέδιο προέβλεπε, να κατευθυνθεί στη βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη. Ο Δεμέστιχας, υποστήριξε ότι, ο στόλος, έπρεπε να κατευθυνθεί στη Κρήτη, όπου βρισκόταν ο Βενιζέλος, ο οποίος θα τους έδινε οδηγίες, σύμφωνα με το Δεμέστιχα, για τις μετέπειτα κινήσεις, που θα έπρεπε να κάνουν. Τελικά, ο στόλος κατευθύνθηκε, προς τη Κρήτη. Αυτό το γεγονός, φανερώνει τη διχογνωμία, μεταξύ των στρατιωτικών του κινήματος και ότι, δεν υπήρξε οργάνωση από μέρους τους. 

  Παράλληλα, η κυβέρνηση Τσαλδάρη, δεν αιφνιδιάστηκε. Είχε πληροφορηθεί, για ένα ενδεχόμενο κίνημα. Εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι, παρ’ ότι , ορισμένοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, γνώριζαν για το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου, δεν έκαναν απολύτως τίποτα, για να το αποτρέψουν. Αντιθέτως, επεδίωξαν μια αναμέτρηση με τη βενιζελική παράταξη. Μόλις, εξερράγη το κίνημα, η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Συνάμα, ανατέθηκε στο Κονδύλη, ο οποίος ήταν υπουργός στρατιωτικών, να καταστείλει το κίνημα, ενώ ο Ιωάννης Μεταξάς, ανέλαβε υπουργός, άνευ χαρτοφυλακίου, τη νύκτα της 2ης Μαρτίου, για να βοηθήσει, στη καταστολή του κινήματος. 

                                              Εικόνα 3: Διαδήλωση των αντιβενιζελικών.

Αρχικά, ο Κονδύλης, είχε αποφασίσει, να εγκατασταθεί στη Λάρισα, όπου θα διηύθυνε, τις επιχειρήσεις, για να σταματήσει τους κινηματίες, αλλά, όταν εκείνοι, δε κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη, τότε, ο Κονδύλης, αποφάσισε, να χρησιμοποιήσει τη πόλη της Μακεδονίας, ως βάση του. Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε, να χρησιμοποιηθεί η πολεμική αεροπορία, η οποία θα εξανάγκαζε το στόλο, να παραδοθεί. Την ίδια στιγμή, ο τύπος, δηλαδή οι εφημερίδες, οι οποίες ήσαν φιλικά προσκείμενες στη κυβέρνηση, δημοσίευαν άρθρα, τα οποία διέπονταν από εμπρηστικά και απρεπή σχόλια, κατά της βενιζελικής παράταξης, ενίσχυαν το κλίμα του διχασμού, μεταξύ των πολιτών. Επιπλέον, στις 2 Μαρτίου, η κυβέρνηση, επέτρεψε τη διεξαγωγή συλλαλητηρίου, στο οποίο οι διαδηλωτές (που ανήκαν στην αντιβενιζελική παράταξη), διατράνωσαν την αντίθεση τους στο βενιζελικό κίνημα και συν τοις άλλοις, κρατούσαν απαγχονισμένο ομοίωμα του Βενιζέλου. Επομένως, κατανοούμε πλήρως ότι, η κατάσταση ήταν τεταμένη και οδεύαμε σε μια ένοπλη εμφύλια σύρραξη. 

  Εν συνεχεία, όπως αναφέραμε παραπάνω, ο στόλος, τον οποίο ήλεγχαν οι κινηματίες, κατευθύνθηκε προς τη Κρήτη και όχι στη Θεσσαλονίκη, όπως, αρχικώς, είχε συμφωνηθεί. Μόλις, ο στόλος έφτασε στη Σούδα, ο Βενιζέλος αιφνιδιάστηκε από τη τροπή των γεγονότων και διέταξε, να πλεύσει ο στόλος στη Θεσσαλονίκη, επείδη, ήτο απαραίτητος (ο στόλος) στη βόρεια Ελλάδα, όπου θα ήταν και το κέντρο των επιχειρήσεων, των αξιωματικών. Αυτό το γεγονός, αποδεικνύει την έλλειψη οργανωμένου σχεδίου και την αδράνεια, που επέδειξαν οι κινηματίες. 

  Εν συνεχεία, στη Μακεδονία, οι βενιζελικοί αξιωματικοί, κατέλαβαν τις στρατιωτικές μονάδες, αφού, πλειοψηφούσαν σ’ αυτές, είτε αξιωματικοί, οι οποίοι ήσαν μυημένοι στην οργάνωση του κινήματος, είτε στρατιωτικοί, οι οποίοι ήταν φιλικά προσκείμενοι στο Βενιζέλο. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες, από το ποταμό Στρυμόνα έως τον Έβρο, είχαν επαναστατήσει. Όμως, η Θεσσαλονίκη παρέμενε, υπό τον έλεγχο, του Γ΄ σώματος στρατού, το οποίο υπόκειντο στη κυβέρνηση. Εδώ, πρέπει να παρατηρήσουμε, τη σημαντική συμβολή, του αντιστράτηγου, του Δ΄ σώματος στρατού, Δ. Καμμένου, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, αλλά περιορίστηκε, στην οργάνωση της άμυνας του τομέα του. 

  ‘Όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αδράνεια και η διστακτικότητα, που επέδειξαν, ορισμένοι αξιωματικοί, έφεραν μια στατικότητα στο κίνημα και ως εκ τούτου, η πρωτοβουλία των κινήσεων, περιήλθε στις κυβερνητικές δυνάμεις. Στη Μακεδονία, το κίνημα κατέρρευσε, μετά από μερικές αψιμαχίες, Από τους εξεγερμένους αξιωματικούς, οι περισσότεροι παραδόθηκαν ή συνελήφθησαν, ενώ άλλοι, όπως ο αντιστράτηγος Καμμένος, κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Οι εξεγερμένοι, υποχωρούσαν διαρκώς, επειδή δεν ήσαν σε θέση, για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της κυβέρνησης, οι οποίες υπερτερούσαν αριθμητικά. 

  Επιπρόσθετα, οι φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί στη Μακεδονία, δε μπορούσαν, να ενισχυθούν με περαιτέρω στρατιωτικές μονάδες, ούτε από τη Κρήτη, αλλά ούτε και από τα νησιά, Λέσβο, Χίο και Σάμο, τα οποία είχαν προσχωρήσει στο κίνημα. Συνάμα, παρατηρήθηκε μια αδράνεια και στο στόλο. Ο Πλαστήρας, ο φυσικός αρχηγός του κινήματος, δε κατάφερε, να έρθει στην Ελλάδα, επειδή του απαγορεύτηκε η έξοδος του από το Μπρίντεζι, από την ιταλική κυβέρνηση. Στη συνέχεια, ο Βενιζέλος εγκατέλειψε τον αγώνα και μετέβη στα Δωδεκάνησα, που τα κατείχαν οι Ιταλοί, το βράδυ της 11ης προς τη 12η Μαρτίου. Μετά, μετέβη στο Παρίσι, όπου και έμεινε εκεί αυτοεξόριστος. Έτσι, λοιπόν, το κίνημα κατεστάλη. 

  Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε τα αίτια της αποτυχίας του κινήματος. Όπως έχουμε αναφέρει, ένας καθοριστικός παράγοντας, ήταν η αδράνεια, η ασυννενοησία και η έλλειψη οργανωμένου σχεδίου, από τους φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς. Ταυτόχρονα, το κίνημα, δεν είχε κάποιο ιδεολογικό αντίκρισμα, ώστε, να πείσε τις λαϊκές μάζες, να το υποστηρίξουν, πλην των φανατικών οπαδών του Βενιζέλου. Συγχρόνως, οι πολίτες είχαν κουραστεί, από τις συνεχείς παρεμβάσεις του στρατού στη πολιτική κατάσταση της χώρας και γι’ αυτό, δε το στήριξαν. 

  Επιπλέον, οι εξωτερικοί παράγοντες απουσίασαν, καθ’ όλη τη διάρκεια του κινήματος, λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του. Η Αγγλία και η Γαλλία, δε παρείχαν σχεδόν καμία βοήθεια στη κυβέρνηση, που τη ζήτησε, παρά μόνο, έστειλε ένα πολεμικό πλοίο, η καθεμία στο Φάληρο. Η Ιταλία, η οποία θα την ευνοούσε η επιστροφή του Βενιζέλου στη διακυβέρνηση της Ελλάδας, όπως αναφέραμε δεν επέτρεψε στο Πλαστήρα, να μεταβεί στην Ελλάδα από την Ιταλία, που βρισκόταν. Από την άλλη πλευρά, η Γιουγκοσλαβία παρείχε στρατιωτική βοήθεια στη κυβέρνηση, στέλνοντας καταδιωχτικά αεροπλάνα.

Τα μετέπειτα γεγονότα: 

Εικόνα 4: Η δίκη των κινηματιών. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, οι Χ. Τσιγάντες, Ι. Στεφανάκος, Χ. Τριανταφυλλίδης και Ι. Τσιγάντες.

 Μετά τη καταστολή του κινήματος, συνελήφθησαν οι πρωτεργάτες πολιτικοί και στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν εμπλακεί. Στη παράταξη των αντιβενιζελικών, υπήρχαν δύο απόψεις. Από τη μία πλευρά, οι μετριοπαθείς δεν ήθελαν την εκτέλεση των πρωτεργατών του κινήματος, ενώ οι πιο σκληροπυρηνικοί ήθελαν, να εκτελεστούν ως παραδειγματισμό. 

 Στις 18 Μαρτίου, ξεκίνησε η δίκη των πρωτεργατών. Παρά τις πιέσεις, ορισμένων σκληροπυρηνικών πολιτικών και στρατιωτικών της αντιβενιζελικής παράταξης, όπως ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, εν τέλει, υπερίσχυσαν οι μετριοπαθείς απόψεις. Έτσι, λοιπόν, ο Σαράφης και οι αδελφοί Τσιγάντε, καταδικάστηκαν σε ισόβια και στις 2 Απριλίου του 1935, καθαιρέθηκαν δημοσίως από τα στρατιωτικά αξιώματα τους. 
  
 Εν συνεχεία, στις 5 Απριλίου, εκδόθηκαν δύο συντακτικές πράξεις, οι οποίες προέβλεπαν την αποστράτευση και την απόλυση των αξιωματικών και των υπαξιωματικών, που συμμετείχαν στο κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, από τον υπουργό των στρατιωτικών, όπερ και εγένετο. Ταυτόχρονα, στις 23 Απριλίου ξεκίνησε και η δίκη των πολιτικών. Όλοι οι πολιτικοί της βενιζελικής παράταξης (Σοφούλης, Παπαναστασίου, Καφαντάρης), αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στο κίνημα και υποστήριξαν ότι, το είχαν καταδικάσει. Τελικά, παρά τις πιέσεις των πολιτικών τους αντιπάλων, απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες και αθωώθηκαν. Όμως, καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά η ποινή τους, ποτέ δεν εκτελέστηκε, ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας, όντες αυτοεξόριστοι. 
  
 Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι, την 5η Απριλίου του 1935, εκτελέστηκε ο επίλαρχος Βολάνης, ο οποίος ανήκε στους εξεγερμένους της ανατολικής Μακεδονίας και λίγες ημέρες, αργότερα εκτελέστηκαν οι αξιωματικοί, Αναστάσιος Παπούλας και Μιλτιάδης Κοιμήσης. Πολλοί, υποστήριξαν ότι, η εκτέλεση των τριών αυτών βενιζελικών αξιωματικών, έγινε από την πλευρά των αντιβενιζελικών, για να αντεκδικηθούν, την εκτέλεση των έξι πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών της αντιβενιζελικής παράταξης, το 1922, που είχε γίνει , τότε, από τη πλευρά των βενιζελικών, επειδή τους είχαν θεωρήσει υπεύθυνους, για τη μικρασιατική καταστροφή. 
  
 Επιπλέον, το στράτευμα ηλεγχόταν πλήρως από τους αντιβενιζελικούς, μετά τις καθαιρέσεις των βενιζελικών αξιωματικών (καθαιρέθηκαν περίπου 1.800 αξιωματικοί), διαλύθηκε η βουλή, καταργήθηκε η γερουσία, ανεστάλη η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, άρθηκε η ισοβιότητα των δικαστικών και προκηρύχθηκαν εκλογές, οι οποίες θα διεξάγονταν στις 19 Μαίου. Οι αντιβενιζελικοί, ήθελαν, να μην έχουν οι βενιζελικοί, κανένα πολιτικό έρεισμα, σε κανένα δημόσιο τομέα του κράτους. 
  
 Όλα τα παραπάνω, έθεσαν το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας σ’ άμεσο κίνδυνο και ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να καταλυθεί. Αυτό έγινε, τον Οκτώβριο του 1935, όταν ο Γεώργιος Κονδύλης, ανέτρεψε τη κυβέρνηση Τσαλδάρη, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και επανέφερε τη μοναρχίας, μέσω ενός νόθου δημοψηφίσματος. Μ’ αυτό τον τρόπο, επέστρεψε στην Ελλάδα ως μονάρχης, ο Γεώργιος ο Β΄ και ως εκ τούτου, το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας, σταμάτησε, να ισχύει. 

Επίλογος: 
  
 Συμπερασματικά, το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, αποτέλεσε ένα αποτυχημένο κίνημα της βενιζελικής παράταξης, που είχε, ως στόχο, να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας. Συνάμα, το κίνημα δίχασε περαιτέρω, τους ήδη διχασμένους πολίτες, διασάλεψε τη κοινωνική συνοχή και έφερε αρκετές ανακατατάξεις σ’ όλους τους τομείς του κράτους. Απέδειξε ότι, ο στρατός, μπορούσε να παρεμβαίνει άμεσα στη πολιτική κατάσταση της χώρας, με την υποστήριξη και των πολιτικών και εν τέλει, υπονομεύθηκε περεταίρω η δημοκρατία. 

Βιβλιογραφία: 

1) Συλλογικό έργο, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Επετειακή Έκδοση για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», Τόμος 35, μέρος Β΄. 
2) Θ. Βερέμης, «Μεγάλοι Έλληνες, Ελευθέριος Βενιζέλος», Τόμος 8, 2009.
3) Θ. Βερέμης, «Ελευθέριος Βενιζέλος, Ο οραματιστής του εφικτού», Αθήνα 2017.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News.

Post a Comment

To Hondos News σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Previous Post Next Post