Πρόλογος:
Σ’ όλη τη διάρκεια
της ελληνικής επανάστασης του 1821, έγιναν πολλές και σημαντικές μάχες. Σε
κάποιες μάχες, οι Έλληνες επαναστάτες ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους,
ενώ σ’ άλλες μάχες, σημείωσαν σημαντικές νίκες. Η πιο σημαντική και καθοριστική
μάχη της επανάστασης, υπήρξε η μάχη στα Δερβενάκια, η οποία έλαβε χώρα στις 26
Ιουλίου του 1822, η οποία καθόρισε, κατά πολύ, την εξέλιξη του επαναστατικού
αγώνα των Ελλήνων.
Τα
γεγονότα, πριν τη μάχη:
Κατ’ αρχάς, το Μάρτιο του 1821 ξεκίνησε η επανάσταση στη νότια Ελλάδα. Οι Έλληνες επαναστάτες, είχαν καταφέρει να θέσουν, υπό τον έλεγχο τους, σχεδόν όλη τη Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Στο Μοριά, είχαν σημειώσει σημαντικές νίκες εναντίον των Οθωμανών Τούρκων (όπως στη μάχη του Λεβιδίου, στη μάχη του Βαλτετσίου και στην άλωση της Τριπολιτσάς).
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος
ήταν ο στρατηγικός νους, είχε καταφέρει να περιορίσει τους Οθωμανούς Τούρκους,
μέσων των τακτικών, που εφάρμοζε. Όλα τα παραπάνω, ανησύχησαν το σουλτάνο
Μαχμούτ Β΄, ο οποίος αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα Οθωμανών
στρατιωτών στη Πελοπόννησο, για να την ανακτήσει.
Τον Ιανουάριο του 1822, η επαναστατική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, κατενόησε ότι, μετά την ήττα του Αλή πασά στα Ιωάννινα (ο Αλή πασάς, είχε αποσχιστεί από την υπόλοιπη Οθωμανική αυτοκρατορία και είχε δημιουργήσει στην Ήπειρο αυτόνομο κράτος), οι Οθωμανοί θα έστελναν στρατεύματα στη Πελοπόννησο, για να καταστείλουν την επανάσταση, όπερ και εγένετο.
Μετά την ήττα του Αλή πασά, η Υψηλή Πύλη όρισε το Χουρσίτ πασά (που ήταν, πριν την επανάσταση βεζίρης στην Τρίπολη), ο οποίος είχε νικήσει τον Αλή πασά, να συγκεντρώσει πολυάριθμο στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων του Μοριά. Σύμφωνα με το σχέδιο, πολυάριθμος στρατός θα περνούσε από τον Ισθμό της Κορίνθου, θα κατευθυνόταν στην Αργολίδα και θα εισέβαλλε στην Αρκαδία και θα ανακτούσε την Τρίπολη. Συγχρόνως, οθωμανικός στόλος θα έπλεε από το Βόσπορο και θα κατευθυνόταν στον Αργολικό κόλπο, για να υποστηρίξει τις ενέργειες του στρατού ξηράς.
Εικόνα 1: Ο αρχιστράτηγος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. |
Την ίδια στιγμή, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, υπήρχε διχόνοια. Ο υπουργός στρατιωτικών, Ιωάννης Κωλέττης και ορισμένοι προεστοί, διέταξαν το Κολοκοτρώνη να αναβάλλει τη πολιορκία της Πάτρας, εντός της οποίας, βρίσκονταν 12.000 Οθωμανοί στρατιώτες και να εκστρατεύσει εναντίον της δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Όμως, όταν ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε τις ραδιουργίες του Κωλέττη, θύμωσε πολύ και αποσύρθηκε από τη πολιορκία της Πάτρας. Τότε, έστειλε επιστολές σ’ όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου, να στείλουν στρατό και να μεταβούν στο Άργος, να διαλύσουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και να εγκαταστήσουν άλλη, η οποία θα αποτελείτο από στρατιωτικούς.
Όμως, αυτό δε θα γινόταν. Στη πραγματικότητα, ο
Κολοκοτρώνης ήθελε να εκφοβίσει τη κυβέρνηση. Αντίθετα, ο Κωλέττης του έστειλε
επιστολή, με την οποία τον κατηγορούσε ότι, διέλυσε τη πολιορκία της Πάτρας,
ενώ ο ίδιος (ο Κωλέττης), είχε υπονομεύσει το Κολοκοτρώνη. Το κλίμα ήταν
τεταμένο στο στρατόπεδο των Ελλήνων και όλα έδειχναν ότι, οδεύαμε προς μια
αναπόφευκτη εμφύλια σύγκρουση.
Τον Ιούνιο του 1822, συγκεντρώθηκε στη Λάρισα πολυάριθμος οθωμανικός στρατός, υπό την ηγεσία του Μαχμούτ πασά ή του επονομαζόμενου Δράμαλη (καταγόταν από τη Δράμα και ήταν πασάς στη περιοχή της Λάρισας) και όχι, υπό την ηγεσία του Χουρσίτ πασά. Σύμφωνα, με κάποιες πηγές, ο σουλτάνος αποφάσισε να αναθέσει την αρχιστρατηγία στο Δράμαλη πασά και όχι στο Χουρσίτ, επειδή ο Χουρσίτ πασάς, σφετερίστηκε αρκετά λάφυρα, που πήρε, μετά τη νίκη, επί του Αλή πασά και δε τα παραχώρησε στο ταμείο του σουλτάνου.
Επομένως, ο Δράμαλης πασάς θα ήτο επικεφαλής της εκστρατείας.
Συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό, ο οποίος απαριθμούσε 30.000 άνδρες, εκ των
οποίων οι 24.000 ήσαν μάχιμοι και τα τρία τέταρτα, ήταν ιππείς. Ο στρατός
διέθετε 30.000 μουλάρια, 500 καμήλες και έξι πυροβόλα, ενώ το επιτελείο του
Δράμαλη, απαρτιζόταν από έμπειρους στρατηγούς, όπως τον Αλή Τοπάλ πασά. Άρα, ο
στρατός ήταν πολύ μεγάλος και κατάλληλα εξοπλισμένος για τη συγκεκριμένη
περίοδο.
Η αρχή της εκστρατείας και οι προετοιμασίες των Ελλήνων:
Εικόνα 2: Ο Μαχμούτ Δράμαλης πασάς. |
Στα τέλη Ιουνίου του 1822, η πολυάριθμη στρατιά του Δράμαλη ξεκίνησε από τη Λάρισα. Πέρασε από την Αλαμάνα, που βρίσκεται στο νομό Φθιώτιδας, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, εισήλθε στη Βοιωτία, όπου πυρπόλησε τη Θήβα, στη συνέχεια, κατέλαβε τη Χαλκίδα, του νομού Ευβοίας και από την Αττική, μέσω του βουνού του Κιθαιρώνα, έφτασε στα Μέγαρα.
Μόλις έλαβαν την επιστολή του Ανδρούτσου, οι κυβερνητικοί φοβήθηκαν. Την ίδια στιγμή, ο Δράμαλης πέρασε από τα Μέγαρα και κατευθύνθηκε προς τη Κόρινθο. Το στρατόπεδο, το οποίο είχε συγκροτηθεί, ανάμεσα στη περιοχή των Μεγάρων και της Κορίνθου, για να εμποδιστεί μια πιθανή τουρκική εισβολή στη Πελοπόννησο, διαλύθηκε και οι Έλληνες επαναστάτες οπισθοχώρησαν στο κάστρο του Ακροκορίνθου.
Όμως, υποχώρησαν και από εκεί, μαζί με τον επικεφαλής τους, Αχιλλέα Θεοδωρίδη. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Δράμαλης κατέλαβε το κάστρο του Ακροκορίνθου και εγκαταστάθηκε στη Κόρινθο, στις 6 Ιουλίου του 1822.
Παράλληλα, οι κυβερνητικοί τρομοκρατημένοι από την ταχεία προέλαση του Δράμαλη, έφυγαν από το Άργος και μετέβησαν στην Ύδρα. Από εκεί, κατηγορούσαν τον Κολοκοτρώνη για την επερχόμενη καταστροφή, μέσω κάποιων προκηρύξεων, που εκδίδαν. Ταυτόχρονα, ο απλός λαός φοβούμενος και τρομοκρατημένος, από το τεράστιο στρατό του Δράμαλη, είχαν παρατήσει τις θέσεις τους, δεν ήθελαν να πολεμήσουν και είχαν βρει καταφύγιο σ’ ασφαλή μέρη.
Συνάμα, ο κυβερνητικός στρατός διαλύθηκε. Ο μόνος,
που παρέμεινε ψύχραιμος και ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το Δράμαλη, ήταν ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράμαλης συγκάλεσε συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν, συν τοις άλλοις, ο Αλή πασάς του Άργους και ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας, για να αποφασίσουν για τις επόμενες κινήσεις τους. Οι δύο διοικητές πρότειναν στο Δράμαλη, να συγκροτηθεί στρατόπεδο στη Κόρινθο και να μη μεταβεί ολόκληρος ο στρατός στην Αργολίδα.
Επιπλέον, του είπαν ότι, αν αποκλειόταν η Πελοπόννησος από το
τουρκικό στόλο, τότε θα στέλνονταν δύο ισχυρά στρατιωτικά σώματα, στη
Τριπολιτσά και στη Πάτρα.
Ταυτόχρονα,
του πρότειναν και μία παραλλαγή του υπάρχοντος σχεδίου, η οποία προέβλεπε να
χωριστεί ο στρατός σε τρία τμήματα, τα οποία θα αποτελούνταν από 10.000
στρατιώτες το καθένα και θα στέλνονταν σ’ όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου
και μ’ αυτό τον τρόπο, θα κατέστειλαν την επανάσταση. Ο Δράμαλης, έχοντας
ανυψωμένο το ηθικό του, μετά από τις συνεχόμενες επιτυχίες, απέρριψε και τα δύο
σχέδια και αποφάσισε να εισβάλει στην Αργολίδα, όπερ και εγένετο.
Όπως προαναφέραμε, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, ο μόνος, που είχε μείνει ψύχραιμος, ήταν ο Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος, ενθάρρυνε με εμψυχωτικά λόγια τον απλό λαό, του ανύψωσε το ηθικό του και κατάφερε, εντός μίας ημέρας, να ξεσηκώσει ολόκληρη τη Πελοπόννησο.
Στη συνέχεια, στις 10 Ιουλίου του 1822, συγκάλεσε συμβούλιο των οπλαρχηγών, στο οποίο εξέθεσε το σχέδιο του, το οποίο προέβλεπε τα εξής:
α) θα εγκλώβιζε το στρατό του Δράμαλη στην Αργολίδα, αποκλείοντας όλες τις διόδους προς την Αρκαδία,
β) θα εφάρμοζε τη τακτική της καμένης γης, δηλαδή θα κατέστρεφε όλη τη γεωργική παραγωγή της αργολικής πεδιάδας και τις πηγές του νερού, ώστε να δημιουργηθεί πρόβλημα επισιτισμού και έλλειψης νερού, στο στρατό του Δράμαλη και
γ) θα στελνόταν μια ολιγάριθμη ομάδα από Έλληνες στρατιώτες, οι
οποίοι θα είχαν ως επικεφαλής τους, το Δημήτριο Υψηλάντη, στο φρούριο του
Άργους, για να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν περισσότερο τις τουρκικές δυνάμεις.
Όλο το παραπάνω σχέδιο, υλοποιήθηκε πλήρως.
Συγχρόνως, ο Δράμαλης έφτασε στο φρούριο του Άργους, στις 12 Ιουλίου, το οποίο είχε ενισχυθεί από τον Υψηλάντη και τους άνδρες του. Ο Δράμαλης άρχισε τη πολιορκία του φρουρίου, η οποία κράτησε δώδεκα ημέρες. Τη νύχτα της 23ης Ιουλίου, οι πολιορκημένοι επιχείρησαν επιτυχημένη έξοδο. Ο Δράμαλης, ήταν πλέον εγκλωβισμένος με το στρατό του, στην αργολική πεδιάδα. Οι στρατιώτες του, ήταν εξαντλημένοι από την έλλειψη τροφίμων και πόσιμου νερού, ενώ η ζέστη έντεινε περαιτέρω, τη κούραση των Τούρκων στρατιωτών. Οι δυσχέρειες, στις οποίες είχε περιέλθει ο στρατός του Δράμαλη, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εναντίον του.
Τελικά, στις
24 Ιουλίου, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στη Κόρινθο, όπου από εκεί θα
λάμβανε τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια, καθώς και περαιτέρω ενισχύσεις,
για να συνεχίσει την εκστρατεία του. Όμως, για να αποσπάσει τη προσοχή των
Ελλήνων, δηλαδή να περάσει ανενόχλητος, μέσω των στενών των Δερβενακίων, από
την Αργολίδα στη Κορινθία, διαμήνυσε ψευδώς ότι, θα προήλαζε προς την
Τριπολιτσά.
Στις 25 Ιουλίου, ο Κολοκοτρώνης συγκάλεσε συμβούλιο των οπλαρχηγών. Υποστήριξε ότι, ο Δράμαλης, λόγω της κούρασης του στρατού του, δε θα κατευθυνόταν προς την Τρίπολη, αλλά θα επέστρεφε πίσω στη Κόρινθο.
Γι’ αυτό, αποφάσισε να εγκατασταθούν ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, στα στενά των Δερβενακίων, από τα οποία θα περνούσαν οι Τούρκοι. Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί συμφώνησαν μαζί του, αλλά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης διαφώνησε και τον ειρωνεύτηκε. Ο Γέρος, δεν έδωσε σημασία και κατευθύνθηκε με τους στρατιώτες του στα Δερβενάκια, όπου και κατέλαβε .
Η μάχη:
Εικόνα 3: Χάρτης της περιοχής των Δερβενακίων. |
Όπως αναφέραμε, ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τις διαβάσεις των Δερβενακίων. Εκεί υπήρχαν τέσσερις δρόμοι, που οδηγούσαν από την Αργολίδα στη Κορινθία. Ο δρόμος του Αγίου Γεωργίου, που από τον οικισμό Φίχτια, στρεφόταν δυτικά προς το Μεγαλοβούνι και από τον Άγιο Γεώργιο οδηγούσε στη πεδιάδα της Κούρτεσας και από εκεί στη Κόρινθο.
Το πρωί της 26ης
Ιουλίου του 1822, ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε ότι, ο τουρκικός στρατός, θα
περνούσε από το δρόμο του δερβενακίου. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε
ότι, οι Έλληνες επαναστάτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στα Δερβενάκια, για να
αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, ήσαν περίπου 2.500 έως 3.000 άνδρες. Επομένως, οι
Οθωμανού υπερείχαν αριθμητικά, κατά πολύ.
Ο Γέρος του Μοριά, έφτασε στα Δερβενάκια στις 10:00 το πρωί. Τοποθέτησε 800 καλύτερα οπλισμένους άνδρες, στις θέσεις Παληόχανο και Χρυσοκουμαριές. Έβαλε τους οπλαρχηγούς, Αντώνη Κολοκοτρώνη, Ζάκα και Ζέρβα, οι οποίοι είχαν 700 στρατιώτες, στη Παναγόρραχη και άλλους 700 άνδρες στο λόφο του Αγριόσβουνου, υπό τον οπλαρχηγό Δημητρακόπουλο.
Στη συνέχεια, στον οικισμό Ζαχαριά,
τοποθέτησε 150 άνδρες, υπό τον ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη. Επιπλέον, ο Γέρος
του Μοριά τοποθέτησε σ’ ένα ύψωμα ένα ψευδοστράτευμα από ζώα, στα οποία τους
φόρεσε κάπες και φέσια των αγωνιστών και μ’ αυτό τον τρόπο, έδιναν την εντύπωση
ότι, πρόκειται για αληθινούς στρατιώτες.
Στις 14:30 το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου του 1822, η εμπροσθοφυλακή του στρατού του Δράμαλη, η οποία αποτελείτο κυρίως από Αλβανούς ιππείς, εισήλθε στο στενό των Δερβενακίων. Μόλις, οι Αλβανοί αντιλήφθηκαν τους επαναστάτες, ζήτησαν να τους αφήσουν να περάσουν. Ο Κολοκοτρώνης είχε πει στους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, να παρατείνουν τις συζητήσεις, για να συγκεντρωθούν, εντός των στενών περισσότεροι Τούρκοι στρατιώτες.
Στις 16:00, οι οπλαρχηγοί άρχισαν να πυροβολούν, εναντίον
των Τούρκων. Οι Τούρκοι στρατιώτες αιφνιδιάστηκαν, εγκατέλειπαν τα όπλα τους
και αντί, να πολεμήσουν, έτρεχαν να σωθούν. Τότε, ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον
ξάδελφο του, Αντώνη Κολοκοτρώνη να μεταβεί στη Παναγόρραχη, επειδή οι Τούρκοι
κατευθύνονταν προς αυτή τη διάβαση. Πράγματι, ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κατέλαβε
τη θέση στη Παναγόρραχη και άρχισε μαζί με τους άνδρες του, να πυροβολεί
εναντίον τους. Οι Τούρκοι ήσαν τρομοκρατημένοι και δε μπορούσαν, να προβάλλουν
καμία αντίσταση.
Οι Τούρκοι βλέποντας ότι, στη διάβαση του Αγίου Σώστη, δεν υπήρχαν Έλληνες, κινούνταν προς αυτή τη δίοδο, για να βρουν τη διέξοδο. Αρκετοί, πέρασαν από εκεί. Όμως, στη κρίσιμη αυτή στιγμή της μάχης, έφτασαν στον Άγιο Σώστη, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί, δηλαδή ο Νικηταράς, ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας, ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Δημήτριος Κριεζής, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος και οι αδελφοί Μητσαίοι και όλοι κατέλαβαν τις θέσεις τους.
Η μάχη γενικεύτηκε. Ακολούθησαν τρομερές σκηνές. Οι Τούρκοι, στη προσπάθεια τους να διαφύγουν, ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον, πηδούσαν από απότομα βράχια και γενικά, βρίσκονταν σε απόγνωση. Οι Έλληνες επαναστάτες, πολεμούσαν με θάρρος και ανδρεία.
Μάλιστα, ο Νικηταράς, σύμφωνα με τη λαϊκή
παράδοση, έσπασε τρία σπαθιά και το τέταρτο, για να ξεκολλήσει από το χέρι του,
έριχναν ζεστό νερό και συν τοις άλλοις, επιβεβαίωσε το προσωνύμιο του «Τουρκοφάγος». Σε κάποια στιγμή, για να
δώσει ώθηση στον εαυτό του, φώναξε: «Κουράγιο
Νικήτα, Τούρκους σφάζεις». Επομένως, καταλαβαίνουμε τη γενναιότητα, που
επέδειξε.
Η μάχη συνεχίστηκε και όταν ο ήλιος έδυσε. Οι Έλληνες συνέχιζαν να πολεμούν με την ίδια ορμή, οι Τούρκοι χάνοντας το προσανατολισμό τους, έπεφταν στους γκρεμούς. Παντού ακούγονταν κραυγές των ηττημένων. Οι τραυματίες φώναζαν στους ομοεθνείς τους, να τους βοηθήσουν, αλλά αυτοί δε τους άκουγαν και αναζητούσαν το δρόμο της διαφυγής.
Βλέποντας όλο αυτό το τρομακτικό σκηνικό, ο Δράμαλης διέταξε την υποχώρηση προς την Τίρυνθα. Το επόμενο πρωί της 27ης Ιουλίου του 1822, το τοπίο θύμιζε πεδίο μάχης. Υπολογίζεται ότι, οι απώλειες των Τούρκων, ανέρχονταν στις 2.500 έως 3.000 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες είχαν ελάχιστους νεκρούς.
Εικόνα 4: Σκηνή από τη μάχη στα Δερβενάκια. |
Την επόμενη ημέρα, δηλαδή την 28η Ιουλίου, ο Δράμαλης προσπάθησε να διαφύγει από τη χαράδρα του Μπερμπατίου. Όμως, εκεί βρίσκονταν ο Νικηταράς με τους άνδρες του και ο Νικήτας Φλέσσας, όπου τους προκάλεσαν αρκετές απώλειες. Εν τέλει, οι Τούρκοι κατάφεραν να διαφύγουν και να φτάσουν στη Κόρινθο. Όμως, ο στρατός του Δράμαλη ήταν εξουθενωμένος, αρκετοί λιποτάκτησαν, το ηθικό τους ήταν πεσμένο και δε διέθεταν ούτε τρόφιμα, αλλά ούτε και πολεμοφόδια.
Στη συνέχεια, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1822, ο Κολοκοτρώνης εγκλώβισε τους Τούρκους στη Κόρινθο, οι οποίοι δε μπόρεσαν να σπάσουν το κλοιό των Ελλήνων. Στις 26 Οκτωβρίου του 1822, ο Δράμαλης πασάς πέθανε από τη λύπη του, που είχε χάσει σχεδόν το 1/5 του στρατού του ή από το τύφο, που υπήρχε εντός του στρατεύματος του. Έτσι, τελείωσε η εκστρατεία, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία των Τούρκων.
Επίλογος:
Καταληκτικά, η μάχη στα Δερβενάκια αποτέλεσε τη μεγαλύτερη και πιο καθοριστική νίκη των Ελλήνων, στη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Οι Έλληνες επαναστάτες, υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενωμένοι, παρά την αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών Τούρκων, κατάφεραν να νικήσουν το πολυάριθμο στρατό του Δράμαλη πασά και προκάλεσαν ολική καταστροφή στη στρατιά του.
Η μάχη στα Δερβενάκια, εδραίωσε την επανάσταση στη Πελοπόννησο. Επιπλέον, η μάχη κατέδειξε τη στρατιωτική ιδιοφυία και τη διορατικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος έλαβε το αξίωμα του αρχιστρατήγου και είχε σώσει για δεύτερη φορά την επανάσταση.
Αν και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί, ακολουθούσαν το Κολοκοτρώνη και συντάσσονταν μαζί του, τότε η μάχη στα Δερβενάκια, θα αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες ολοκληρωτικές καταστροφές εκστρατευτικού σώματος, στη παγκόσμια στρατιωτική ιστορία.
Βιβλιογραφία:
1) 1) Ν. Γιαννόπουλος, «1821, οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία», Αθήνα 2016.
π Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News