Η Μάχη της Κορυτσάς που έμεινε στην Ιστορία


ΠΡΟΛΟΓΟΣ:

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης, Εμμανουέλ Γκράτσι μετέβη στην οικία του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ήτο ο δικτάτορας της Ελλάδας και του έδωσε το ιταλικό τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο, η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε από την ελληνική την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της, εντός του ελληνικού κράτους. Με άλλα λόγια, ήθελε την κατάληψη της Ελλάδας αμαχητί. Ο Μεταξάς απάντησε στον Ιταλό πρέσβη, με την ακόλουθη φράση, που έμεινε στην ιστορία: «Alorsc’estlaguerre», που σήμαινε: «Λοιπόν έχουμε πόλεμο». Αυτή φράση, σήμαινε το «ΟΧΙ», ενός ολόκληρου λαού, ο οποίος δεν ήθελε να υποταχτεί, σ’ ένα ξένο εισβολέα.

ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ:

Στις 5 και 30π.μ., τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλλαν στην Ελλάδα. Ο Ιταλός δικτάτορας, Μπενίτο Μουσολίνι θεωρούσε ότι, θα καταλάμβανε την Ελλάδα, εντός δύο εβδομάδων, αλλά αυτό δεν έγινε. Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου του 1940 και ειδικότερα μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί προχωρούσαν εντός του ελληνικού χώρου, αλλά εν τέλει απωθήθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στις μάχες, που διεξήχθησαν στην Πίνδο και στις μάχες, που διεξήχθησαν στο δυτικό μέτωπο του ελληνοιταλικού πολέμου, δηλαδή στις περιοχές της Ελαίας και του ποταμού Καλαμά. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Έλληνες κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση των Ιταλών, αναπτέρωσαν, κατά πολύ, το ηθικό τους και οι Ιταλοί άρχισαν σιγά σιγά να υποχωρούν προς την Αλβανία. 

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΟΡΟΒΑ-ΙΒΑΝ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ:

Το ελληνικό επιτελείο, μετά την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, συνέχισε σε μια νέα φάση στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αρχικά, έπρεπε να καταλάβουν τον ορεινό όγκο του Μόροβα, ο οποίος ήτο οχυρός, τον είχαν οργανώσει αμυντικά οι ιταλικές δυνάμεις και κάλυπτε το υψίπεδο της Κορυτσάς. Επιπλέον, περιβαλλόταν από το ποταμό Δέβολη, ο οποίος βρίσκεται στη πεδιάδα της Κορυτσάς  και σχημάτιζε προς βόρεια τη στενωπό Τσαγκόνι ( ήτο ζωτικό έδαφος της αμυντικής τοποθεσίας), από την οποία διερχόταν η σκυρόστρωτη οδός Φλώρινας – Κορυτσάς. 

Με την οροσειρά Οστραβίτσας στα δυτικά σχημάτιζε τον αυχένα Κιάφε – Κιάριτ από τον οποίο περνούσε η σκυρόστρωτη οδός Ιωάννινα – Ερσέκα – Κορυτσά. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, το έδαφος ήταν δύσβατο, απότομο και με πολλές χαράδρες. Από την άλλη πλευρά, το βουνό Ιβάν, ήταν βραχώδες, είχε απότομες πλαγιές και η πρόσβαση επίγειων στρατιωτικών δυνάμεων ήταν μερικώς αδύνατη. Αποτελούσε και αυτό ένα φυσικό οχυρό. Επομένως, κατανοούμε ότι, η πρόσβαση και η διέλευση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων προς τη Κορυτσά, ήταν δύσκολη. Την ίδια στιγμή, οι Ιταλοί βρίσκονταν σε μια πολύ καλά φυσική οχυρωμένη θέση, ήταν αριθμητικά περισσότεροι από τους Έλληνες και διέθεταν πιο εκσυγχρονισμένο εξοπλισμό. 

Η στρατιωτική επιχείρηση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου. 

Οι Ιταλοί διέθεταν τρεις Μεραρχίες, την 49η Μεραρχία «Πάρμα», που ήτο ανεπτυγμένη στον τομέα Γράμμου, την 19η Μεραρχία «Βενέτσια», που ήταν εγκατεστημένη στον ορεινό όγκο Μόροβας και την 29η Μεραρχία «Πιεμόντε», που βρισκόταν στο μέτωπο του όρους Ιβάν και βορειότερα. Ο εχθρός διέθετε μεγάλη ισχύ πυρός με πολυβόλα, όλμους, πυροβολικό, μονάδα αρμάτων και αεροπορία, ενώ είχε ενισχυθεί και με ανεξάρτητα τάγματα Μελανοχιτώνων. 

Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις την XV Μεραρχία, που βρισκόταν, στην περιοχή χερσονήσου Πυξού, την ΙΧ Μεραρχία, που ήτο, στην περιοχή Φλατσάτα – Πολυάνεμο – Κομνηνάδες και την Χ Μεραρχία, που βρισκόταν στην περιοχή Νεστόριο – Καλή Βρύση – Άγιος Ζαχαρίας. Επιπλέον, υπήρχαν δύο τάγματα της Ι Μεραρχίας στις διαβάσεις του Γράμμου και ένα τάγμα πολυβόλων κινήσεως, δύο τάγματα πολυβόλων θέσεως και μία ομάδα αναγνωρίσεως. Επιπλέον, διέθεταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις 14 πυροβολαρχίες βαρέος πυροβολικού.


Για την υλοποίηση του ελληνικού σχεδίου η επίθεση εκτοξεύθηκε στις 06:30 της 14ης Νοεμβρίου 1940 σε ολόκληρο το μέτωπο του Γ΄ ΣΣ από τις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας μέχρι το ύψωμα Γκούμπελ του Γράμμου, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, για την επίτευξη αιφνιδιασμού. Η διάρρηξη της αμυντικής τοποθεσίας στο κέντρο από την ΙΧ Μεραρχία, δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της επιθέσεως, παρά την αντίσταση των ιταλικών δυνάμεων. Έπειτα, τη 15ηΝοεμβρίου, η ΙΧ Μεραρχία διεύρυνε το ρήγμα επιτυγχάνοντας με σκληρό αγώνα την κατάληψη σειράς υψωμάτων, ενώ στο νότιο τομέα η Χ Μεραρχία κατέλαβε το χωριό Νικολίτσα και το ύψωμα Σταυροειδές, ισχυρό έρεισμα επί της κορυφογραμμής της Μόροβας.

Εν συνεχεία, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταλάβει τμήματα της κύριας αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού βόρεια και νότια της διαβάσεως Ντάρζας και είχαν δημιουργήσει ευρύ ρήγμα. Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με την 53η Μεραρχία «Αρέτζο». Τις επόμενες ημέρες, συνεχίστηκαν οι σφοδρές συγκρούσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν έως την 21η Νοεμβρίου, όπου οι Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις υποχωρούσαν από τα υψώματα της πόλης της Κορυτσάς και το ίδιο βράδυ, άρχισαν να φτάνουν οι πληροφορίες ότι, οι Ιταλοί υποχωρούσαν περαιτέρω και εγκατέλειπαν τη Κορυτσά. Τότε, οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να προελαύνουν προς τη πόλη της Κορυτσάς. Εν τέλει, στις 22 Νοεμβρίου του 1940, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, υπό τον αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Θεοδωράκη, εισήλθαν στην Κορυτσά.


Η Κορυτσά, ήταν η πρώτη πόλη της Βορείου Ηπείρου, η οποία απελευθερώθηκε, κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου και ήταν η πρώτη πόλη, η οποία απελευθερώθηκε (αφού τη κατείχαν οι δυνάμεις του Άξονα), από τις συμμαχικές δυνάμεις. Η είδηση της απελευθέρωσης της Κορυτσάς έφτασε παντού. Στην Αθήνα, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους φωνάζοντας και ζητωκραυγάζοντας, με χαρά και ενθουσιασμό.
  
Επιπρόσθετα, ο Ιωάννης Μεταξάς συνεχάρη τους Έλληνες στρατιώτες και όλο το επιτελείο του ελληνικού στρατού για τη μεγάλη αυτή νικηφόρα επιχείρηση. Συγχρόνως, όλες οι συμμαχικές δυνάμεις συνεχάρησαν τους Έλληνες στρατιώτες και τους πολίτες. 

Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ουίνστον Τσώρτσιλ, μόλις έμαθε για την κατάληψη της Κορυτσάς, είπε τη περίφημη φράση, η οποία έμεινε στην ιστορία: «Δε πολέμησαν οι Έλληνες σαν ήρωες, οι ήρωες πολέμησαν σαν Έλληνες», τονίζοντας τη γενναιότητα και το θάρρος, που έδειξαν οι Έλληνες στρατιώτες. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι συμμαχικές δυνάμεις κατάλαβαν ότι, οι δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία), δεν ήταν αήττητες και συνέχισαν τον αγώνα εναντίον τους. 
  
Παράλληλα, μετά την κατάληψη της Κορυτσάς, ακολούθησαν οι κατακτήσεις άλλων οκτώ πόλεων της Βορείου Ηπείρου (Χειμάρρας, Αγίων Σαράντα, Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Πόγραδετς, Πρεμετής, Δερβιτσάνης και Κλεισούρας). Επομένως, όλη η περιοχή της Βορείου Ηπείρου είχε απελευθερωθεί και οι Ιταλοί είχαν υποστεί μια πολλή σοβαρή ήττα, που δε τη περίμεναν οι ίδιοι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
  
Εν κατακλείδι, η απελευθέρωση της Κορυτσάς από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, άλλαξε τη ροή του ελληνοιταλικού πολέμου. Οι Έλληνες ενωμένοι, με περίσσεια ανδρεία και θάρρος, κατάφεραν, όντας αριθμητικά λίγοι σε σύγκριση με τις ιταλικές δυνάμεις, να τους νικήσουν και να επιφέρουν το πρώτο σοβαρό πλήγμα στις δυνάμεις του Άξονα. Οι Έλληνες είχαν δείξει για άλλη μια φορά, την αφοσίωση τους και την αγάπη τους για την υπεράσπιση της πατρίδας και των ιδανικών της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News.

Post a Comment

To Hondos News σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Previous Post Next Post