Ο Γαίος
Ιούλιος Καίσαρας υπήρξε μια πολύ ισχυρή πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έφερε σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό
της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ παράλληλα
υπήρξε και υπήρξε και αξιόλογος συγγραφέας της λατινικής ιστορίας, αφού έγραψε
δύο σημαντικά έργα, τα οποία ήταν τα εξής: «Περί του Γαλατικού πολέμου»
και «Περί του Εμφυλίου πολέμου».
ΤΑ
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ:
Ο Ιούλιος Καίσαρας γεννήθηκε το 100 π.Χ. Η οικογένεια του ανήκε στη φιλολαϊκή παράταξη. Σε πολύ νεαρή ηλικία, ο Καίσαρας ονομάστηκε ιερέας του Δία, επί υπατείας Μαρίου και Κίννα το 86 π.Χ. Αλλά το 84 π.Χ., όταν ο ηγέτης της αριστοκρατικής παράταξης Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιβλήθηκε ως δικτάτορας, απαίτησε από τον Καίσαρα να χωρίσει την Κορνηλία ως ένδειξη αποδοκιμασίας των φιλολαϊκών. Αυτός αρνήθηκε κι ο Σύλλας τον καθαίρεσε από το ιερατικό του αξίωμα και μάλιστα του δήμευσε την περιουσία του. Ο Καίσαρ έζησε κρυπτόμενος για ένα διάστημα, ενώ αριστοκράτες συγγενείς του πίεζαν τον Σύλλα να δώσει χάρη στον Καίσαρα και εν τέλει ο Σύλλας του έδωσε χάρη.
Η ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ:
Το 68 π.Χ. εξελέγη ταμίας και στάλθηκε στην Ισπανία. Στα Γάδειρα (Κάδιξ) είδε στο ιερό του Ηρακλή τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αναφώνησε τα εξής λόγια: «Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ τίποτα που ν' αξίζει δεν έκανα ακόμη».
Αυτή η φράση, που παρέμεινε ιστορική, δείχνει έναν εξαιρετικά φιλόδοξο άνθρωπο. Κι όταν περνούσε από ένα φτωχό κι ολιγάνθρωπο χωριό των Άλπεων και οι επιτελείς του αναρωτιόνταν γελώντας αν υπήρχαν κι εκεί φιλοδοξίες κι ανταγωνισμοί των δυνατών, ο Καίσαρ είπε : «Θα ήθελα να είμαι πρώτος σ’ αυτούς παρά δεύτερος στη Ρώμη». Το 65 π.Χ., εξελέγη αγορανόμος, Καλλώπισε το Forum (Αγορά), έδωσε θεάματα στον λαό και επανέφερε στο Καπιτώλιο τα τρόπαια του Μάριου, προς μεγάλην δυσαρέσκεια των αριστοκρατών.
Το 63 π.Χ. ψήφισε στην Σύγκλητο -μόνος αυτός-κατά της θανατικής καταδίκης των συνενόχων του Κατιλίνα, στη συνωμοσία του οποίου υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν αναμεμιγμένος και ο ίδιος.
Τα επόμενα χρόνια ο Ιούλιος
Καίσαρας αναδείχθηκε ύπατος και μαζί με τους Πομπήιο και Κράσσο σχημάτισαν την
πρώτη τριανδρία, για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και κυβερνούσαν τις
ρωμαϊκές κτήσεις.
ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ:
Εκτός των άλλων, ο Ιούλιος Καίσαρας διακρίθηκε και στο πεδίο των μαχών. Πιο συγκεκριμένα: νίκησε τους Γαλάτες στον Γαλατικό πόλεμο, ο οποίος διήρκησε από το 58 π.Χ. έως το 52 π.Χ. και εν τέλει κατέκτησε ολόκληρη τη Γαλατία (σημερινή Γαλλία).
Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο νίκησε ορισμένες στρατιωτικές ελβετικές και γερμανικές μονάδες, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί στο νοτιοδυτικό τμήμα της Γαλατίας και ειδικότερα στη περιοχή της Φλάνδρας και αποσκοπούσαν να κατακτήσουν τη Γαλατία.
Ο Καίσαρας τους νίκησε και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν από τη συγκεκριμένη περιοχή και να εγκατασταθούν στη πατρίδα τους πάλι. Το 55 π.Χ. δύο γερμανικές φυλές εισέβαλαν στη Βελγική Γαλατία. Ο Καίσαρας τις απώθησε ως το ποταμό Ρήνο και τις εξόντωσε, κατασκεύασε τεράστια γέφυρα, πέρασε σε γερμανικό έδαφος κι έκανε τον Ρήνο ασφαλές σύνορο της Γαλατίας.
Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Γαλατία και από εκεί αποβιβάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, όπου νίκησε τον Κασσιβελαύνο κι έφτασε ώς το ποταμό Τάμεση. Τότε, οι Βρετανοί υποσχέθηκαν στον Καίσαρα να πληρώνουν φόρο υποτελείας.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να τονίσουμε ότι, ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στρατηγός, ο οποίος αποβιβάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία και κατέκτησε ορισμένες περιοχές της.
Μετά από τις διαδοχικές νίκες του, ο Καίσαρας επέστρεψε στη Γαλατία, με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση των Γαλατών, οι οποίοι είχαν ως επικεφαλής τους τον Βερσιγγεντορίξ ή Βερκιγγετόριξ και οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τη πόλη της Αλέσιας.
Τελικά, ο Καίσαρας κατάφερε να τους νικήσει, ανακατάλαβε τη πόλη και πήρε ως αιχμάλωτο στη Ρώμη το Βερσιγγεντορίξ, ο οποίος πήγε σιδηροδέσμιος και θανατώθηκε. Τότε, η Γαλατία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους.
ΕΜΦΥΛΙΟΣ
ΠΟΛΕΜΟΣ:
Το 54 π.Χ. η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος της. Την ίδια χρονιά έληξε η υπατική θητεία του Πομπήιου και του Κράσσου και ο τελευταίος (ο Κράσσος), μετέβη στη Συρία. Εκεί σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον των Πάρθων.
Μ’ αυτό τον τρόπο, έσπασαν οι συγγενικοί δεσμοί, που είχαν προκύψει μέσω των επιγαμιών, ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα και τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος αρνήθηκε προτάσεις του Καίσαρα για νέες επιγαμίες, κράτησε τις λεγεώνες του στην Ιταλία αντί να τις οδηγήσει στην Ισπανία όπως είχε συμφωνηθεί, και επανήλθε φανερά στη συντηρητική παράταξη.
Την ίδια χρονική περίοδο, η Ρώμη αποτελούσε κέντρο βίας, κοινωνικών συγκρούσεων, διαφθοράς και διαπλοκής.
Ο Πομπήιος επανέφερε τη τάξη στη Σύγκλητο και τη κοινωνική συνοχή σ’ όλη τη πόλη και γι’ αυτό το λόγο, η σύγκλητος τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», δηλαδή θα ήταν ο μοναδικός ύπατος της Ρώμης και θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει δικτατορία και ο ίδιος να ήταν ο δικτάτορας. Το δικαίωμα που είχε παραχωρηθεί στον Καίσαρα να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου ενώ απουσίαζε, ανακλήθηκε.
Προτάθηκε η αντικατάστασή του από τη διοίκηση της Γαλατίας και μόνο το βέτο των δημάρχων την απέτρεψε. Μία λεγεώνα που έθεσε στη διάθεση της Συγκλήτου, για ν’ αποσταλεί κατά των Πάρθων, κρατήθηκε στην Ιταλία. Ύστερα η Σύγκλητος διακήρυξε ότι αν ο Καίσαρ δεν παραιτούνταν από τη διοίκηση της Γαλατίας μέχρι την 1η Ιουλίου του 49, θα θεωρούνταν εχθρός του κράτους.
Ο Καίσαρας έκανε αντιπροτάσεις, προσθέτοντας όμως ότι, αν απορρίπτονταν, θα το θεωρούσε κήρυξη πολέμου. Τελικά, αν και μάλλον απρόθυμα, η Σύγκλητος διέταξε τον Πομπήιο «να φροντίσει να μη συμβεί κακό στο κράτος» έκφραση που σήμαινε δικτατορία και στρατιωτικό νόμο. Έτσι, ο Καίσαρας τέθηκε εκτός νόμου και είχε ως εχθρούς το Πομπήιο και την ίδια τη Σύγκλητο.
Όμως, δε τα παράτησε, αν και είχε υπό τις διαταγές του μικρότερες στρατιωτικές δυνάμεις, απ΄ αυτές, που είχαν ο Πομπήιος και η Σύγκλητος. Στις 10 Ιανουαρίου του 49 π.Χ. πέρασε ένα μικρό ποταμό κοντά στο Ρίμινι, τον Ρουβίκωνα και είπε τη περίφημη φράση «jacta alea est» (ο κύβος ερρίφθη).
Οι πόλεις της Ιταλίας τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν. Απαγόρευσε λεηλασίες και αντεκδικήσεις, έστειλε τους αιχμάλωτους πομπηιανούς αξιωματικούς στη Ρώμη και συμβιβαστικές προτάσεις προς όλους.
Ο Πομπήιος τις απέρριψε. Ύστερα, μετά από μικρό συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατών, η μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους έλαβε χώρα στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας στις 9 Αυγούστου του 49 π.Χ.
Η μάχη, η οποία ακολούθησε αποδείχθηκε πολύ σκληρή και συνάμα αιματηρή, αλλά εν τέλει νίκησε ο Ιούλιος Καίσαρας και ανάγκασε το Πομπήιο να καταφύγει, αρχικώς στη Λάρισα και ύστερα στη Μυτιλήνη.
Τελικά, ο Πομπήιος κατέφυγε στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄. Εκεί ο
υπουργός του βασιλιά ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε (τον Πομπήιο),
υπολογίζοντας στην ευγνωμοσύνη του Καίσαρα, ο οποίος έφτασε σε λίγο.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ:
Η σύγκλητος το 44 π.Χ. τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα και του επέτρεψε να φορά δάφνινο στεφάνι. Ήταν ύπατος, τιμητής, δήμαρχος, μέγας αρχιερεύς. Αύξησε τον αριθμό των συγκλητικών από 600 σε 900 μοίρασε κρατικές γαίες στους παλαίμαχους στρατιώτες και στους φτωχούς και γενικότερα έλαβε πολλά και ποικίλα φιλολαϊκά μέτρα (π.χ. μείωσε τα χρέη, τους τόκους και τους φόρους). Επιπρόσθετα, καθιέρωσε πλήρη ανεξιθρησκεία και ανέθεσε στον Αλεξανδρινό Σωσιγένη να καταρτίσει νέο ημερολόγιο -το Ιουλιανό- γιατί το παλιό είχε χάσει κάθε επαφή με τις εποχές.
Η Σύγκλητος έδωσε το όνομα της οικογένειάς του σε ένα μήνα,
που έχουμε και εμείς μέχρι σήμερα, τον Ιούλιο. Επιπλέον, σχεδίαζε να κατακτήσει
τη Γερμανία, να φτάσει στον Εύξεινο Πόντο και να αντιμετωπίσει το μεγάλο εχθρό
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξ ανατολών, που ήταν η αυτοκρατορία των Πάρθων.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ:
Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ., η Σύγκλητος θα ανακήρυττε τον Ιούλιο Καίσαρα βασιλιά. Το πρωί της 15ης η Καλπουρνία, η σύζυγος του Καίσαρα, τον παρακάλεσε να μη πάει στη Σύγκλητο εκείνη την ημέρα γιατί είχε δει στον ύπνο της ότι τον κρατούσε στην αγκαλιά της σφαγμένο.
Οι ιερείς ήρθαν και είπαν ότι οι οιωνοί ήταν απαίσιοι. Αλλά ένας εκ των συνωμοτών Δέκιμος Βρούτος περιγέλασε τις γυναίκες και έπεισε τον Καίσαρα να μεταβεί τη Σύγκλητο, έστω για ν’ αναβάλει τη συνεδρίαση. Ενώ προχωρούσαν, είδε ο Καίσαρ τον οιωνοσκόπο και τον ειρωνεύτηκε : «Οι Ειδοί του Μαρτίου ήρθαν».
Ο Σπουρίννας απάντησε «Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν». Στην πορεία τους το πλήθος, που συνωστιζόταν γύρω από τον Καίσαρα ήταν μεγάλο. Ανάμεσα στο πλήθος, ήταν και ένας Έλληνας σοφιστής, ο Αρτεμίδωρος ο Κνίδιος, που είχε σχέσεις με ανθρώπους του περιβάλλοντος του Βρούτου και είχε μάθει για τη συνωμοσία, πλησίασε πολύ κοντά και του έδωσε ένα σημείωμα λέγοντας «Διάβασέ το αυτό, Καίσαρ, ο ίδιος και γρήγορα. Λέει για σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν».
Ο Καίσαρ προσπάθησε να το διαβάσει αλλά οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τόσες που δεν μπόρεσε. Μπήκε στη Σύγκλητο κρατώντας το σημείωμα, ενώ ο Δέκιμος Βρούτος συγκράτησε τον Μάρκο Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για ένα σοβαρό, δήθεν, θέμα.
Η δολοφονία του προκάλεσε λύπη και θλίψη στο λαό της Ρώμης. Οι συνωμότες τιμωρήθηκαν και σκοτώθηκαν από τους Μάρκο Αντώνιο, ο οποίος υπήρξε αξιωματικός του Καίσαρα και τον Οκτάβιο ή Οκταβιανό, ο οποίος ήταν ανηψιός του Καίσαρα, στον εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Ο Ιούλιος Καίσαρας υπήρξε μία κορυφαία πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα της ρωμαικής και συνάμα της παγκόσμιας ιστορίας. Είχε έναν οξυδερκή νου, είχε μια στρατιωτική ιδιοφυία και ένα απαράμιλλο θάρρος. Κατάφερε να κατακτήσει πολλές περιοχές και ως εκ τούτου, έθεσε τα θεμέλια της ρωμαικής κυριαρχίας σ’ όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης
Post a Comment
To Hondos News σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.