Σαν σήμερα, πριν από 20
χρόνια έσβησε, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, ο γίγαντας Στέλιος
Καζαντζίδης. Ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής που υπήρξε, η φωνή του λαού, των
ξενιτεμένων, των φτωχών, των βασανισμένων, των πονεμένων. Ο «Στελάρας» όπως τον
αποκαλούσαν οι φίλου του.
Η αρχή:
Ο Στέλιος Καζαντζίδης
γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία στις 29 Αυγούστου του 1931, από γονείς πόντιους
πρόσφυγες. Το 1946 θα χάσει τον πατέρα του μετά από ξυλοδαρμό,
έτσι εκείνος, η μητέρα και ο αδερφός του θα κατέβουν στην Αθήνα για να
ξεκινήσουν μια νέα, δύσκολη ζωή. Από μικρή ηλικία βγήκε στο κλαρί και έκανε
δουλειές του ποδαριού για να συντηρήσει την οικογένεια του. Παράλληλα
τραγουδούσε στους φίλους του, ενώ προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα, όταν
ήταν σπίτι και δεν δούλευε. Μια μέρα κάποιος περαστικός τον άκουσε και αφού
πήρε την άδεια της μητέρας του, του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του.
Το 1952 θα κάνει την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με το τραγούδι «Για μπάνιο πάω» του Α. Καλδάρα, πλήρης αποτυχία εισπρακτικά. Λίγο καιρό μετά ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα του δώσει να πει τις «Βαλίτσες», ένα τραγούδι που θα σώσει και θα ξεκινήσει ουσιαστικά την καριέρα του. Μετά και την επιτυχία αυτή, θα ξεκινήσει να έχει συνεργασίες με πολλούς συνθέτες και μουσικούς της δεκαετίας του 50'. Από το 1952 μέχρι και το 1958 ηχογράφησε πάνω από 100 τραγούδια και γι' αυτό τα χρόνια αυτά ονομάστηκαν η «παραγωγική περίοδος». Από τις πρώτες μέρες γίνεται γνωστός και αγαπητός στον πολύ κόσμο που συρρέει στις ταβέρνες και στα κέντρα που εμφανίζεται για να τον ακούσει.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι
που κόβουν φλέβες ή σπάνε στα κεφάλια
τους μπουκάλια ακούγοντας τον να τραγουδά το «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά», «κι
απόψε μελλοθάνατος», «φωνάξτε την μανούλα μου», «βύθισε μου το μαχαίρι» και
άλλα τραγούδια του πόνου. Την δεκαετία του 50’ θα συνεργαστεί με τους Θόδωρο
Δερβενιώτη, Γιάννη Σταματίου ή Σπόρο, Μπέμπη, Γιώργο Λαύκα, Σεβάς Χανούμ με την
οποία θα αρραβωνιαστεί, Στέλιο Χρυσίνη, Κώστα Βίρβο, Καίτη Γκρέυ, με την οποία
επίσης θα αρραβωνιαστεί, Γιώργο Μητσάκη, Μανώλη Χιώτη, Γιώτα Λύδια και πολλούς άλλους.
Τα τραγούδια του 50’ είναι από τα πιο μαύρα και βαριά που είπε σε όλη του την καριέρα και αντιπροσώπευαν το κλίμα της εποχής, σε μια Ελλάδα που πάλευε να επουλώσει της πληγές της απ’ την κατοχή και τον Εμφύλιο. Μερικά εξ αυτών «Μην ξημερώνεις μαύρη αυγή», «Μονάχος παραστράτησα», «Θέλω να πεθάνω», «Η κοινωνία με κατακρίνει», «Ο κόσμος είναι αχάριστος και η κοινωνία σκάρτη» «Πάω στην Αυστραλία», «Μακάρι να πεθάνω».
Τα χρυσά χρόνια και η αποχώρηση απ’ τα κέντρα:Την δεκαετία του 60’ ο
Καζαντζίδης φτάνει στο απόγειο της δόξας του, όποιο κέντρο εμφανίζεται γεμίζει
ασφυκτικά, γνωρίζει και παντρεύεται την Μαρινέλλα, δημιουργώντας το πιο αγαπητό
ντουέτο του Ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Επισκέπτεται τους απόδημους Έλληνες
όπου Γης, Τουρκία, Γερμανία, Αμερική, Βραζιλία και Αυστραλία. Τον λατρεύουν,
τραγουδάει τους καημούς τους, την λαχτάρα για την πατρίδα. Οι δίσκοι του
πωλούνται σαν τρελοί, το 1965 ξεκινά να συνεργάζεται με τον Χ. Νικολόπουλο,
όμως από το τέλος της ίδιας χρονιάς αρχίζει να σκέπτεται την αποχώρησή του από
τα νυχτερινά κέντρα, κάτι που πραγματοποιεί το 1966.
Οι λόγοι ήταν πολλοί, οι αντιδικίες με τους μαγαζάτορες, το εξαντλητικό ωράριο, τα προβλήματα με τους ανθρώπους της νύχτας και του μπράβους που τον κυνηγούσαν.
Ο ίδιος εξήγησε τους λόγους της αποχώρησης του χρόνια αργότερα. «Ήμασταν στη μέση περίπου του προγράμματος. Είχα προσέξει μια νεαρή κοπέλα, μια ωραία κοπέλα, που ερχότανε κάθε βράδυ παρέα με τον ταξιτζή που την κουβαλούσε. Τον είχε για συντροφιά της στο τραπέζι προφανώς τα είχαν βρει κιόλα αλλιώτικα οι δυο τους. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ δεν ήταν μαζί της ο ταξιτζής. Είχα συνηθίσει να τη βλέπω εκεί κι έτσι δε μου έκανε εντύπωση όταν σηκώθηκε και βγήκε στην πίστα, που ήταν άδεια, με το άδειο μπουκάλι της μαυροδάφνης στο χέρι της.
Την είδα να ανοίγει τα κανιά της, να δίνει μια στο μπουκάλι, που του έφυγε ο πάτος και πέρασε ξυστά από το μάγουλο το δικό μου, για να καρφωθεί στην «αχιβάδα» του παλκοσένικου. Μπήκε μέσα στο πλαστικό της «αχιβάδας» δύο δάχτυλα. Τρόμαξα. Σταματάω το τραγούδι και κατεβαίνω απ’ το πάλκο με την κιθάρα, πάω, χώνομαι μες στο καμαρίνι, το κλειδώνω από μέσα και μονολογώ. Μιλάω με τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Λέω: «Τι θέλεις πια; Το πράγμα έφτασε στο ζενίθ του. Δεν έχει άλλο!». Και εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση και έδωσα όρκο ότι δεν πρόκειται να ξανατραγουδήσω σε νυχτερινό μαγαζί».
Το 1965 θα φύγει απ’ την Columbia και θα υπογράψει στη «Μίνως», ενώ από το 1969 μέχρι το 1971 θα σταματήσει να ηχογραφεί και δίσκους, μόνο για να γυρίσει και να συνεργαστεί με τους Πυθαγόρα, Βίρβο, Θεοδωράκη, Χατζηδάκη, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Λοίζο, Ξαρχάκο, Κατσαρό και τον Δερβενιώτη. Ύστερα από 2 χρόνια θα κυκλοφορήσει το θρυλικό «Υπάρχω».
Υπάρχω και Αμερική:
Έχοντας υπογράψει στην «Μίνως» κυκλοφορεί 9 δίσκους. Το 1974 συνεργάζεται με τον Άκη Πάνου σε ένα δίσκο από τον οποίο θα πρώτο ακουστεί του μεγαλύτερο, καθ’ αυτόν τραγούδι του, «Η ζωή μου όλη» μαζί με «Το θολωμένο μου μυαλό», «Οι μισοί καλοί» και «Άντε να περάσει η μέρα».
Ένα χρόνο μετά, σε συνεργασία με Πυθαγόρα και Νικολόπουλο κυκλοφορεί ο θρυλικός δίσκος «Υπάρχω». Όλα τα τραγούδια αυτού του δίσκου έγιναν τεράστιες επιτυχίες και παρουσιάστηκαν σε εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης, όπου ο Στέλιος και όλη η ορχήστρα έπαιξαν ζωντανά. Την μέρα που προβλήθηκε η εκπομπή όλη η Αθήνα ερήμωσε, κανείς δεν κυκλοφορούσε, όλοι έκατσαν σπίτι να ακούσουν τον μεγάλο Στέλιο, που πέρα από το ομώνυμο κομμάτι τραγούδησε:
«Οι Αισθηματίες»
«Κράτα Καρδιά»
«Τι θέλεις από μένανε»
«Ποια είσαι εσύ»
«Κάτω απ’ το πουκάμισο
μου»
«Μετάνιωσες»
«Άργησα
να σε γνωρίσω»
«Πέντε πάνω πέντε κάτω»
«Έφυγες με έναν άλωνε»
«Κάψτε κάψτε την καρδιά
μου»
Παρά την επιτυχία ο ίδιος έρχεται σε κόντρα με τον Μάκη Μάτσα, για τους όρους του συμβολαίου του και φεύγει για την Αμερική. Εκεί ξαναπαντρεύεται, προσπαθεί να γίνει επιχειρηματίας, γυρίζει Ελλάδα το 1977, χωρίζει, συνεχίζει την κόντρα με την εταιρεία, ξαναπαντρεύεται και μετά από 12 χρόνια θα κάνει την μεγάλη επιστροφή στην δισκογραφία.
Στον δρόμο της Επιστροφής:
Με βούλευμα το 1987 ο Στέλιος ελευθερώνεται και ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο μετά από 12 χρόνια με τίτλο «Στο δρόμο της Επιστροφής». Μετά και τον θάνατο της μητέρας του ηχογραφεί τον δίσκο «Ελεύθερος», στον οποίο περιλαμβάνεται και το καλύτερο ζεϊμπέκικο όλων των εποχών το τραγούδι «Ανήμπορος». Η επιστροφή του είναι γεγονός και στις αρχές του 90’ θα συνεργαστεί ξανά με τον Χρήστο Νικολόπουλο, κυκλοφορόντας το «Βραδιάζει» που θα είναι και ο μοναδικός χρυσός της καριέρας του.
Το 1994 θα αρχίσει να ηχογραφεί ποντιακούς δίσκους συνεργαζόμενος με τους Χρύσανθο, Στάθη Νικολαΐδη και Χρήστο Χρυσανθόπουλο. Ο Χρύσανθος είχε πει πως ήταν χρέος του να τραγουδήσει ποντιακά, αφού ήταν πόντιος στην καταγωγή. Από το 1994, μέχρι και το τέλος της ζωής του, κυκλοφορούσε κάθε χρόνο έναν ποντιακό δίσκο.
Το κύκνειο άσμα:
Η Τελευταία του δουλεία
ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα» που κυκλοφόρησε το 2000. Αρκετοί
θεωρούν το ομώνυμο τραγούδι προφητικό για τα επόμενα χρόνια. Το εντυπωσιακό είναι
πως ακόμα και στα 70 του χρόνια, αυτός ο άνθρωπος τραγουδούσε με απίστευτο
πάθος και η φωνή του δεν είχε πάθει τίποτα, παρά τα προβλήματα υγείας του, ήταν
ακόμη δυνατή και καθαρή.
(Ήρθαν…)
Στο τέλος του 2000 διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο και παρά τις προσπάθειες των γιατρών η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή που γεννήθηκε ποτέ, έσβησε σε ηλικία 70 ετών σαν σήμερα στις 14 Σεπτεμβρίου 2001.
Στέλιο μας λείπεις!!