Όσοι είναι πλήρως εμβολιασμένοι δεν χρειάζεται να ελέγχονται τακτικά με τεστ ή να μπουν σε καραντίνα, ακόμα και αν έρθουν σε επαφή με κάποιον που νοσεί, αναφέρει το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης, και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τις νεότερες οδηγίες.
Όπως αναφέρουν, σε περίπτωση που κάποιος πλήρως εμβολιασμένος αναπτύξει συμπτώματα όπως πυρετός, βήχας ή κόπωση, τότε πρέπει να υποβληθεί σε τεστ και να μπει σε καραντίνα. Οι περισσότεροι πλήρως εμβολιασμένοι, δεν χρειάζεται να μπουν σε καραντίνα, να απομονωθούν από την εργασία τους, ή να κάνουν τεστ μετά την έκθεση σε κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, καθώς η πιθανότητα να αναπτύξουν λοίμωξη είναι μικρή, αλλά πρέπει να παρακολουθούν για πιθανή ανάπτυξη συμπτωμάτων 14 μέρες μετά την έκθεση σε επιβεβαιωμένο κρούσμα.
Οι πλήρως εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρό κίνδυνο να νοσήσουν και να μεταδώσουν τον ιό, ενώ έχουν συνήθως ήπια ή καθόλου συμπτώματα. Αυτό συνεπάγεται ότι μπορούν να εξαιρεθούν από τα τεστ μαζικού ελέγχου που γίνονται στους χώρους εργασίας, εκτός από ειδικές περιπτώσεις όπως εργαζόμενοι σε χώρους υγείας, ή φυλακές όπου μπορούν εύκολα να παρατηρηθούν μαζικές εξάρσεις του ιού.
Οποιοσδήποτε βγει θετικός σε τεστ COVID-19 πρέπει να απομονωθεί για 10 ημέρες. Οι πλήρως εμβολιασμένοι μπορούν να ταξιδεύουν εντός της χώρας, χωρίς τεστ ή καραντίνα, ενώ για τα ταξίδια στο εξωτερικό ισχύουν διαφορετικοί κανόνες ανάλογα με τη χώρα προορισμού.
Πολλές διαφορετικές λοιμώξεις εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα με τη λοίμωξη COVID-19, αλλά δεν υποβαλλόμαστε σε τεστ ρουτίνας για αυτές, οπότε δε θα χρειάζεται με την πρόοδο του μαζικού εμβολιασμού να υποβαλλόμαστε σε διαδοχικά τεστ.