Αφιέρωμα στον ''ανθό της κλεφτουριάς'' Αντώνη Κατσαντώνη (Α' μέρος)!

 

Ένας άγνωστος σε πολλούς από εμάς ήρωας, είναι ο Αντώνης Κατσαντώνης. Η ζωή του όλη ένας θρύλος και μια πραγματικότητα. Δύο ανομία πράγματα που στο πρόσωπο του Κατσαντώνη συμβιβάζονται, ενώνονται, και βγάζουν το πιο όμορφο αποτέλεσμα, την πιο όμορφη ιστορία, την ιστορία του “ ανθού της κλεφτουριάς ”. 

Η γέννηση ενός ήρωα 

Μια μέρα του 1775, ανάμεσα στα ψηλά Αγραφιώτικα βουνά στο χωριό του Μάραθου, ο μικρός Αντώνης άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, δύο μάτια που ότι αντίκρισαν, ήθελαν να γράψουν απάνω σε αυτό τη λέξη “ ελευθερία ”… Ο Αντώνης Μακρυγιάννης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν γιος του βοσκού Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής, αδερφής του μεγάλου κλέφτη, Βασίλη Δίπλα. Μαζί με τα αδέρφια του, Χασιώτη, Λεπενιώτη, Γκουζούκη και Ειρήνη, ζούσαν στον Μάραθο, όπου και βοηθούσαν τους γονείς τους στις κτηνοτροφικές δουλειές. 

Εκείνη η εποχή ήταν δύσκολη, η σκλαβιά και ο ζυγός σκέπαζαν ολοένα και περισσότερο τόσο τα πάντα τριγύρω, όσο και τις ψυχές των ανθρώπων. Κανένας τρόπος αντίδρασης, ούτε λόγος για δικαιώματα και ελευθερίες. Που και που κανένας κλέφτικος νταϊφάς να κάνει μικρές επιθέσεις σε τουρκικά αποσπάσματα, μα όταν γινόταν αυτό, ο Τούρκος έμπαινε στα χωριά και ρήμαζε στη κυριολεξία ότι έβρισκε μπροστά του. Θρήνος και φωτιά παντού. Σε αυτό το περιβάλλον ο Αντώνης έμελλε να πληρώσει σκληρά την ελευθερία…

 Η βάπτιση του Αντώνη, σα θρύλος έμεινε για τους Αγραφιώτες… 

Νονοί του, ο Καπετάν Δίπλας, ο αδερφός της μάνας του, και ο γέρο-Δήμος, από το Αγαθονήσι. Ίσα που πρόφτασαν οι δύο νονοί να βαπτίσουν τον μικρό Αντωνάκη, μια Τουρκική περίπολος ότι είχε φτάσει κοντά στην εκκλησιά. Ο Δίπλας πήρε το παιδί και το άφησε στην Αγία Τράπεζα από πάνω, κι ύστερα έκοψε πέρα να πολεμήσει την Τουρκιά… 

Ένας άλλος θρύλος πάλι λέει, ότι άδειασαν μια στάμνα γεμάτη γάλα, την ξέπλυναν με νερό, και την βάπτιση την έκανε ένας παπάς, που πέρναγε τυχαία από το μαντρί του γέρο-Μακρυγιάννη. 

Τα χρόνια περνούσαν. Ο Αντώνης είχε γίνει ήδη δεκαεπτά χρονών, όταν ήρθε στο σπίτι του γέρο-Μακρυγιάννη ο νονός του ο Δήμος, κρατώντας ένα μικρό γιαταγάνι στο χέρι. Δώρο ήταν, για τον βαφτισιμιό του. Δώρο ξεχωριστό, καθόλου όμοιο με τ’ άλλα, ένα δώρο που έμελλε να αλλάξει πολλά… 

Η φυλάκιση… 

Ένας Τούρκος Μπουλούκμπασης της περιοχής, εξαιτίας κάποιων ζωοκλοπών, κατηγόρησε άδικα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τον Αντώνη, ότι προέβη σε ζωοκλοπές. Ο Αλή έστειλε και τον συνέλαβαν και στη συνέχεια τον οδήγησαν στις φυλακές των Ιωαννίνων. Δύο μερόνυχτα βασανιζόταν το Μακρυγιαννόπουλο και τα λύτρα που ζητούσε από τον γέρο-Μακρυγιάννη, ο πασάς των Ιωαννίνων, ήταν πολύ μεγάλα. 

Εκεί, μέσα στις φυλακές του Αλή, μέσα σε έναν σορό από ανθρώπινα ερείπια, εμφανίστηκε στους διαδρόμους ένας άντρας, αρχοντικά ντυμένος. Τον κοιτούσαν οι φυλακισμένοι και τα βλέμματα τους ζητούσαν οίκτο, οίκτο και ελευθερία. Μονάχα ένας δεν τον κοίταξε, ο Αντώνης. 

Τον κατάλαβε ο παρατρεχάμενος του Πασά, Βεληγκέκα τον ελέγανε. 

Γύρισε και του είπε… 

-Εσύ είσαι ωρέ το Μακρυγιαννόπουλο; 

-Εσύ είσαι ωρέ ο Μουσταφάς Βεληγκέκας; Ανταπάντησε εκείνος. Εσένανε δεν Τούρκεψε ο Αλής; 

-Και εσύ είσαι αγρίμι ωρέ! Δες πού βρίσκεσαι, στα καταγώγια και στις ακαθαρσίες των φυλακών! Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; 

- Εσύ; Εσύ δεν λυπάσαι τον εαυτό σου που Τούρκεψες; 

Έναν εχθρικό διάλογο έκαναν οι δυο τους. Κι όσο αντιδικούσαν για ώρα, τόσο εκτιμούσε ο ένας τον άλλον… 

-Γενναίος είσαι ωρέ Μακρυγιαννόπουλο! Πες μου τι θέλεις και εγώ θα στο κάνω. 

-Χάρες δεν θέλω από Γενίτσαρους! Χάρες δεν θέλω απ’ την Τουρκιά! Ούτε το νερό σου θέλω, μηδέ το ζυμωτό ψωμί σου. Μόνο ένα πράγμα θέλω, που δεν θα στοιχήσει ούτε σε εσένα, αλλά ούτε και σε κανέναν. Βγάλε με έξω στα τείχη, άφησε με να δω τα Τζουμέρκα, να δω τον ήλιο και τον ουρανό, και πίσω από αυτά, να φανταστώ πως είναι τ’ Άγραφα.
Και το ‘κανε. Ο Βεληγκέκας τον έβγαλε έξω τον Αντώνη. Κι αυτός, είδε τη λίμνη, είδε τα βουνά, και σκέφτηκε τη μάνα και τον πατέρα του. Και όσα δάκρυα δεν είχε ρίξει ποτέ στη ζωή του, τα έδωσε όλα εκείνη τη στιγμή… Ο Βεληγκέκας τον παρατηρούσε, και όσο τον παρατηρούσε, τόσο περισσότερο τον θαύμαζε… 

- Παλικάρι είσαι ρε Αντώνη! Όσο σε κοιτάζω, η καρδιά μου βγάζει κάτι για σένα, σαν να είσαι ο αδερφός μου! Θέλεις ωρέ να γίνουμε βλάμηδες; Να γίνουμε σταυραδέρφια; 

-Σταυράδερφος εγώ με έναν Γενίτσαρο; Ποτέ!... Μα σαν το ξανασκέφτηκε, γύρισε και του είπε… Να γίνουμε ωρέ Βεληγκέκα, να γίνουμε, γιατί μέσα σου κυλάει αίμα ελληνικό! 

Τότε, ένα δαμασκηνό μαχαίρι βγήκε, κόπηκαν δυο φλέβες, και δύο καρποί ενώθηκαν και γίναν ένα. Δύο εχθροί, που εκείνη τη στιγμή γίναν σταυραδέρφια. Έμελλε να πληρώσουν ακριβά ετούτη την ένωση. Ποτέ τους δεν ξανασυναντήθηκαν. Ο Βεληγκέκας στα χατίρια του Αλή, και ο Αντώνης ελεύθερος, καθώς, ο γέρο-Μακρυγιάννης είχε πληρώσει τα λίτρα που ζητούσε ο Αλής…

  

Ο Αντώνης κλέφτης στα βουνά
Η φυλακή είχε σκληρύνει τη καρδιά του Αντώνη, σε κανέναν δεν είχε μιλήσει για αυτά που πέρασε στις φυλακές του Αλή. Ήθελε να ξεπλύνει τη ντροπή που άδικα δημιουργήθηκε εις βάρος της οικογένειας του. Ο κόμπος πλέον είχε φτάσει στο χτένι. '

Ήταν ανήσυχος και τα βράδια δεν καθόταν σπίτι, μόνο τριγυρνούσε ανάμεσα στα βουνά για να καθαρίσει το μυαλό του. Όμως ένα βράδυ, γύρισε σπίτι γεμάτος με αίματα. Όλοι φοβήθηκαν, κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Το μάτι του Αντώνη είχε γυαλίσει. Είχε σκοτώσει τον Τούρκο Μπουλούκμπαση που τον είχε κατηγορήσει. Τον περίμενε σε ένα απόμερο σημείο, του όρμηξε, και ύστερα από μια μονομαχία, του άρπαξε τη πιστόλα και του την άδειασε στο κεφάλι. Ύστερα, πήρε το άψυχο σώμα και το έσπρωξε στον γκρεμό. Η κλέφτικη ζωή είχε ήδη αρχίσει… 

“ Μάνα δεν αντέχω άλλο στη στάνη του πατέρα, θέλω να πάω στον νταϊφά του νονού μου, του γέρο-Δήμου! Να ξεπαστρέψω την Τουρκιά ”, και εκείνη με κλάματα του έλεγε, “ κάτσ’ Αντώνη μ’ στη μανούλα σ’, κάτσε Αντώνη μου να φυλάμε τα πρόβατα του γέρο-Μακρυγιάννη, ή έστω, κάτσε απόψε και φύγε το πρωί σα ξημερώσει! ” , και έμεινε το παρακάλι εκείνο στον Αντώνη, που έγινε ο Κατσαντώνης της κλεφτουριάς!… 

Εκείνος κάθισε μέχρι να χαράξει ο ήλιος… Η καημένη η μάνα, έστειλε γραφή στον γέρο-Δήμο, “ σαν έρθει ο μικρός σε σένα το πρωί, στείλτονε πάλι πίσω ”… Και σαν ξημέρωσε, ο Αντώνης, ο Κατσαντώνης μας, έφυγε να πάει στον νονό του, κι αυτός, τον έστειλε πίσω στη μάνα του. Μα δεν πτοήθηκε καθόλου, πήγε κατευθείαν στον άλλο του νονό, τον καπτάν Δίπλα, που ήταν και θείος του. Αυτός χωρίς καμιάν άρνηση, τον πήρε στον νταϊφά του!


Η βοήθεια στα Βαλτοχώρια 

Είχε ήδη φτάσει το θέρος όταν οι Βαλτινοί, οι κάτοικοι των χωριών του Βάλτου, έστειλαν γραφή στον Καπτάν Δίπλα, ότι ο Αλή πασάς στέλνει φοροεισπράκτορες με τριακόσια άτομα ασκέρι υπό τον Ιλιάσμπεη, για να μαζέψουν την σοδειά απ’ τους κολίγους. Ο Δίπλας πήρε τον νταϊφά του και τον Αντώνη, και τράβηξε για τα χωριά του Βάλτου. Όμως, στη μέση της διαδρομής αρρώστησε με αποτέλεσμα να πάθει πυρετό. Τότε, είπε στον ανιψιό του, Αντώνη, να πάρει τον νταϊφά του υπό την ηγεσία του, να διώξει τον Ιλιάσμπεη, και να μοιράσει τις σοδειές πάλι στους κολίγους. Αυτός μαζεύει τα παλικάρια, και σε ένα στενό πέρασμα, την στήνει στον Ιλιάσμπεη. Η ήττα των Τουρκαλβανών ήταν μεγάλη. 

Ο Ιλιάσμπεη έτρεξε μαζί με λιγοστούς συμπατριώτες , και μπήκαν μέσα σε μια αποθήκη να κρυφτούν… 

-Ε ωρέ Ιλιάσμπεη! Βγες έξω ωρέ να σε πιάσω αιχμάλωτο!... Φώναξε ο Κατσαντώνης. 

-Αν θέλεις να με πιάσεις, έλα μέσα να με βρεις!... Του απάντησε εκείνος. 

-Βγες έξω! Γιατί αλλιώς, κακό μεγάλο θα σ' εύρει!... Του ξανά φώναξε ο Κατσαντώνης 

Ο Τούρκος μπέης δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Κατσαντώνης περίμενε ώσπου να πέσει η νύχτα, εκεί που το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα και κανένας δεν βλέπει τίποτα. Και όταν η νύχτα έπεσε για τα καλά, μια φωτιά άναψε, και η αποθήκη φούντωσε για τα καλά! Τρέχανε οι Τούρκοι πανικόβλητοι, μα που να πάνε; Κάηκαν ζωντανοί…
Θρίαμβος για τον Κατσαντώνη. Μοίρασε τις σοδειές στους Βαλτινούς, και αυτοί, τον ευχαρίστησαν με όλη τους την ψυχή. Ο Κατσαντώνης ευτυχισμένος, πήρε τα παλικάρια του νονού του, και έφυγε για τ’ Άγραφα.

 Ο γάμος με την Αγγέλλω
Η κλέφτικη ζωή κυλούσε όμορφα για τον Αντώνη, είχε πλέον την αρχηγία του νταϊφά του νονού του, Δίπλα, καθώς αυτός είχε πλέον γεράσει. Όμως, η ζωή θέλει και συναίσθημα, και το βρήκε ο Κατσαντώνης, σε ένα χωριό με χίλιες βρύσες. Εκεί γνώρισε την γυναίκα που του έκλεψε την καρδιά, Αγγελική την έλεγαν. Ο πατέρας της ήταν φίλος του καπτάν Δίπλα. Τα κανόνισαν οι δυο τους, και η Αγγελική με τον Αντώνη μας παντρεύτηκαν αμέσως… 

Εκείνη την εποχή οι γάμοι ήταν πιο απλοί. Η κλέφτικη ζωή δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Τα παλικάρια κατευθείαν επέστρεφαν στα κακοτράχαλα βουνά, να πολεμήσουν την Τουρκιά. Μα, ήθελε δύναμη να είσαι γυναίκα καπετάνιου της κλεφτουριάς, μια μέρα μαζί, χίλιες χώρια… Όμως, τα κατάφερε η Αγγελική μέχρι το τέλος, και μαζί με τον Αντώνη, έκαναν έναν γιο, τον μικρό Αλέξη… 

Ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του δεν είχαν αφήσει Τουρκική περίπολο να περάσει ατουφέκιστη. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι Έλληνες. Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο γάμος, όταν Έλληνας ήταν αυτός που τον είδε, Έλληνας ήταν αυτός που τον αναγνώρισε, Έλληνας ήταν αυτός, που πήγε στον Αλή Πασά και το μαρτύρησε!

 

Συνεχίζεται…

Επιμέλεια: Σταύρος Γιαννουσόπουλος για το Hondos News.

Post a Comment

To Hondos News σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Previous Post Next Post