ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ:
Ο Δημήτριος Πλαπούτας (Κολιόπουλος) ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1786 στη Παλούμπα της Γορτυνίας, το οποίο είναι ένας μικρός οικισμός και πέθανε στις 27 Ιουλίου του 1864.
Πατέρας του ήταν ο γνωστός κλέφτης της περιοχής ο Νικόλας- Κόλιας Πλαπούτας, ο οποίος καταγόταν από τον Σουλιμά (μικρός οικισμός) του νομού Μεσσηνίας.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας έγινε αρματολός σε ηλικία 17 ετών. Κατά τα έτη 1811-1812 έφυγε από την Πελοπόννησο, αφού διώχθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους και κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Εκεί υπηρέτησε ως εκατόνταρχος στα ελληνικά σώματα του Βρετανικού στρατού, αφού εκείνη την περίοδο τα Επτάνησα ήταν υπό αγγλική κατοχή και όλοι οι καταδιωκόμενοι Έλληνες πήγαιναν στα Επτάνησα, για να βρουν καταφύγιο. Το ίδιο είχε πράξει, πλην του Δημήτριου Πλαπούτα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι μετέπειτα αγωνιστές του 1821.
Μετά τα δύο χρόνια παρουσίας του στη Ζάκυνθο, επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πήγε στα Λαγκάδια (οικισμός της βόρειας Αρκαδίας, Γορτυνίας), όπου υπηρέτησε ως καπόμπασης στην οικογένεια των Δεληγιαννέων. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκων στρατιωτών στο χωριό της Αλωνίσταινας (οικισμός στο νομό Αρκαδίας).
Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνώστη Τσοχαντάρη, ο οποίος καταγόταν από την Αρκαδία και είχε υπηρετήσει και αυτός βρετανικό στρατό. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο Δημήτριος Πλαπούτας είχε παντρευτεί το 1803 την Στεκούλα Κολοκοτρώνη, η οποία ήταν ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Άρα, ο Δημήτριος Πλαπούτας ήταν εξ αγχιστείας ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γι’ αυτό το λόγο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 τον υποστήριξε στις διαμάχες, που είχε με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πρέπει να προσθέσουμε, ότι πρωτοπαλίκαρο του υπήρξε ο συμπατριώτης του Πανουργιάς Ηλιόπουλος.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821:
Ο Δημήτριος Πλαπούτας συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821 και ήταν παρών σε πολλές σημαντικές μάχες, οι οποίες έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο. Κατ’ αρχήν, συγκρότησε δικό του στρατό, ο οποίος αριθμούσε 800 με 1000 άνδρες, οι οποίοι κατάγονταν από τη περιοχή της Γορτυνίας.
Ήταν επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων μαζί με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, οι οποίες έλαβαν χώρα στην Αρκαδία. Έλαβε συμμετοχή σε πολλές μάχες, οι οποίες έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο και διακρίθηκε για το θάρρος και την ανδρεία του.
Πιο συγκεκριμένα: Συμμετείχε στη μάχη του Βαλτετσίου ( 12-13 Μαΐου 1821), στην οποία διακρίθηκε, στη μάχη, η οποία έγινε στο χωριό Λάλας του νομού Ηλείας (9-13 Ιουνίου 1821), στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου 1821). Διορίστηκε υπαρχηγός στη αποτυχημένη Πολιορκία της Πάτρας (1822). Επιπλέον, συμμετείχε στη μάχη των Δερβενακίων (26 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε σχεδόν ολόκληρος ο οθωμανικός στρατός, που είχε επικεφαλής το Μαχμούτ ή Δράμαλη πασά. Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού.
Κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων (1823-1825) στήριξε το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετά το τέλος του Β΄ Εμφυλίου Πολέμου φυλακίστηκε στο Ναύπλιο μαζί με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς. Απελευθερώθηκε με την έλευση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο το 1825 και πολέμησε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, με σκοπό να αντικρούσουν τον Ιμπραήμ πασά σε πολλές μάχες, όπως στη μάχη των Τρίκορφων (24 Ιουνίου 1825).
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΤΑΣΤΑΣΗ:
Με τον ερχομό του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα (1828), ήταν ένθερμος υποστηρικτής του, όπως και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε' Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων.
Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη - Πλαπούτα»).
Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Γεωργίου Τερτσέτη και Αθανάσιου Πολυζωίδη, οι οποίοι δεν υπέγραψαν τη θανατική καταδίκη τους. Αυτή η δίκη ήταν μια ''παρωδία'', αφού επί της ουσίας δεν υπήρχε κανένα αληθινό στοιχείο, το οποίο ενοχοποιούσε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Όμως, μετά την έντονη αντίδραση του ελληνικού λαού η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή φυλάκιση, αλλά τελικά απελευθερώθηκαν, όταν ενηλικιώθηκε ο βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος τους χάρισε γενική αμνηστία.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ:
Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα (1858). Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου(1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ:
Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε στον οικογενειακό πύργο της Παλούμπας στις 27 Ιουλίου του 1864 σε ηλικία 78 ετών.
Η ΦΡΑΣΗ: << ΣΙΓΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟ>>.
Το Φεβρουάριο του 1837 ο Βασιλιάς Όθωνας και η Βασίλισσα Αμαλία επέστρεψαν στην Ελλάδα παντρεμένοι. Διοργάνωσαν λαμπρή γιορτή στα ανάκτορα, όπου καλεσμένοι ήταν μεταξύ άλλων, πολλοί αγωνιστές του 1821, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας. Ο Δημήτριος Πλαπούτας διακρινόταν μεταξύ άλλων και στο χορό του τσάμικου, όπου έκανε φιγούρες και είχε τη συνήθεια να πετάει ψηλά τα τσαρούχια του.
Όταν, άρχισε η ορχήστρα να παίζει το τσάμικο, ο Πλαπούτας σηκώθηκε να χορέψει. Η αίθουσα φωτιζόταν από πολυελαίους και ο Κολοκοτρώνης, επειδή ήξερε τη συνήθεια του Πλαπούτα να πετάει τα τσαρούχια του ψηλά, του είπε:''σιγά Μήτρο, σιγά τον πολυέλαιο''. Έτσι, βγήκε η γνωστή φράση: ''σιγά τον πολυέλαιο''.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News.