Αφιέρωμα στο Μάρκο Μπότσαρη και στην συμβολή του στην Ελληνική Επανάσταση!

Μια από τις επιφανέστερες μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα είναι ο Μάρκος Μπότσαρης. Σουλιώτης στην καταγωγή, γιος του μεγάλου Σουλιώτη οπλαρχηγού και αρχηγού της φάρας των Μποτσαρέων, Κίτσου Μπότσαρη και εγγονός του Γιώργη Μπότσαρη, ο Μάρκος γεννήθηκε το 1790 στο ιστορικό Σούλι όπου και μεγάλωσε ως τα εφηβικά του χρόνια, μέχρι την στιγμή της πτώσης του Σουλίου και τον διωγμό όλων των Σουλιωτών. 

Μετά την τρίτη εκστρατεία του Αλί Πασά στο Σούλι και την τελική ηρωική πτώση του το 1803, οι Σουλιώτες αποδεκατισμένοι τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, κατέφυγαν στην Ήπειρο. Από εκεί ο Κίτσος Μπότσαρης, αρχηγός ακόμα της φατρίας του, έφυγε μαζί με τους συμπατριώτες του για την Γαλλοκρατούμενη Κέρκυρα όπου και τάχθηκε στα περίφημα Σουλιώτικα τάγματα. Ο διωγμός που έζησε κατά τα παιδικά του χρόνια ο Μάρκος Μπότσαρης και η καταστροφή της πατρίδας του, έμελλε να μείνουν χαραγμένα μέσα του και να ξυπνήσουν το αίσθημα της ελευθερίας.

 

Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός νέος στην Κέρκυρα 

Ο Μάρκος στην Κέρκυρα έζησε όμορφα τα νεανικά του χρόνια μαθαίνοντας μουσική, γαλλικά και την τέχνη του πολέμου, καθώς είχε ενταχθεί στον γαλλικό στρατό παίρνοντας μάλιστα τον βαθμό του δεκανέα. Επίσης παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καλογήρου με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Δημήτριο ,την Ελένη, την Βασιλική, την Αναστασία και την Κατερίνα “Ρόζα” Μπότσαρη, που τέλεσε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.

  

Η Κατερίνα “Ρόζα” Μπότσαρη
1820 Ιωάννινα – 1872 Αθήνα

Το πρώτο Ελληνο-Αρβανήτικο λεξικό 

Ο Μάρκος Μπότσαρης κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα και κατά παραγγελία του Γάλλου πρέσβη Πουκεβίλ, συνέταξε το πρώτο Ελληνο-Αρβανίτικο λεξικό, το οποίο φυλάσσεται στην εθνική βιβλιοθήκη των Παρισίων. Με τη βοήθεια του πατέρα του, του θείου του Νότη Μπότσαρη και του πεθερού του Χρηστάκη Καλογήρου, μετέφρασε την ελληνική γλώσσα στην αρβανίτικη, μια διάλεκτο της αλβανικής με στοιχεία της ελληνικής. Το λεξικό αυτό αποτελεί το πρώτο Ελληνο-Αρβανίτικο λεξικό, φέρει την υπογραφή του Μάρκου Μπότσαρη και την αναφορά στον Μπότσαρη στα γαλλικά … ”Ce lexique est écrit de la main de Marc Botzaris à Corfou en 1809 devant moi. Pouqueville”.

 

Η επιστροφή στην Ήπειρο και η δολοφονία του πατέρα του 

Το 1811 μετά την ήττα τον Γάλλων από τους Άγγλους, τα Επτάνησα πέρασαν στην Αγγλική κυριαρχία. Έτσι, ο Μάρκος Μπότσαρης μαζί με την οικογένειά του γυρίζουν πίσω στην Ήπειρο και τρία χρόνια μετά, το 1813, τον περιμένει ένα αναπάντεχο γεγονός... Χάνει τον πατέρα του ο οποίος δολοφονείται στην Άρτα από τον Γώγο Μπακόλα κατ’ εντολή του Αλή Πασά.
 

Το 1814 εγκαθίστανται με την οικογένειά του στο Κακόλακκο Πωγωνίου, γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας και την ίδια χρονιά διορίζεται αρματολός από τον Αλή Πασά στο Κακόλακκο. Θα παραμείνει στο αρματολίκι μέχρι την στιγμή που το “λιοντάρι της Ηπείρου” έρθει σε ρήξη με την Υψηλή Πύλη και αυτό φέρει ως συνέπεια την προσωρινή απελευθέρωση του Σουλίου.

  

Ο Επαναπατρισμός των Σουλιωτών 

Το 1820 ο Σουλτάνος δυσαρεστημένος από την διοίκηση και την διάθεση για αυτονομία του Αλή Πασά ,τον κηρύττει “Φιρμανλί” και γι’ αυτό στέλνει τον Ισμαήλ Πασόμπεη με πολυάριθμο στρατό να πολιορκήσει τον Αλή… Ο Σουλτάνος ήξερε πολύ καλά ότι οι Σουλιώτες αν τους έταζε “δόγμα” να τους δώσει το Σούλι για να τον βοηθήσουν ,αυτοί θα το έκαναν. Και έτσι ακριβώς έγινε. Ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, και πολλούς άλλους Σουλιώτες, πολέμησαν πλάι στις Σουλτανικές δυνάμεις, εναντίον του προαιώνιου εχθρού τους, Αλή Πασά. 

Ο Πασόμπεης όμως δεν τήρησε ποτέ την υπόσχεση που είχε δοθεί στους Σουλιώτες. Αντιθέτως, συνεχώς ανέβαλε την τήρηση της και σχεδίαζε σχέδιο εξόντωσης των Σουλιωτών… Μόλις οι Σουλιώτες αντιλήφθηκαν το τι πραγματικά συνέβαινε, έφυγαν από το Σουλτανικό Στρατόπεδο και κατόπιν συνεννόησης του Μάρκου Μπότσαρη με τον σύμβουλο του Αλή Πασά, Αλέξανδρο Νούτσο, τάχθηκαν με το μέρος του Αλή, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του Σουλίου και τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών. 

Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές μάχες με Τουρκαλβανούς και Αλβανούς Τσάμηδες για την παράδοση του Σουλίου, στις οποίες ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν Αρχιστράτηγος. Μερικές από αυτές ήταν η μάχη της Σατοβέτζας εναντίον των Σουλτανικών δυνάμεων, η κατάληψη του Φρουρίου των Βαριάδων και η κυριότερη από αυτές ήταν η μάχη στα Πέντε Πηγάδια, όπου συνέτριψε μια δύναμη 5.000 Αλβανών. 

Οι Σουλιώτες κατάφεραν να ελευθερώσουν το Σούλι στις 12 Δεκεμβρίου του 1820 και έκτοτε κράτησαν ουδέτερη στάση απέναντι στις διαμάχες του Σουλτάνου με τον Αλή. Αυτό στάθηκε αιτία έτσι ώστε ο Ισμαήλ Πασόμπεης και στη συνέχεια ο Χουρσίτ Πασάς, να στραφούν κυρίως εναντίον των Σουλιωτών, καθώς θεωρούσαν πως ήταν αυτοί που τους απέτρεπαν από τον κύριο σκοπό τους (την εξόντωση του Αλή Πασά) και τους μείωναν σημαντικό αριθμό στρατιωτών και εφοδίων με τις συνεχής μάχες. 

Η ουδετερότητα και η αντοχή των Σουλιωτών βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα έναρξη του Αγώνα. Οι ίδιοι οι Σουλιώτες γνώριζαν για την επικείμενη Επανάσταση και με την ουδετερότητα που κράτησαν και τις μάχες με τις δυνάμεις του Χουρσίτ Πασά, κατάφεραν την επιβράδυνση των Τούρκων στο μέτωπο του Αλή και την πρώτη απελευθέρωση ελληνικού εδάφους, του Σουλίου.

Η Έναρξη της ελληνικής επανάστασης και η πτώση του Σουλίου 

Η έναρξη του Αγώνα βρήκε τους Σουλιώτες να μάχονται τον Χουρσίτ Πασά με όσες δυνάμεις διέθεταν για να μπορέσουν να κρατήσουν τον τόπο τους ελεύθερο. Ύστερα δε από την πτώση του Αλή Πασά από τον Χουρσίτ, ο δεύτερος στράφηκε με όλες τους τις δυνάμεις πλέον, εναντίον των γενναίων Ηπειρωτών. Οι Σουλιώτες βλέποντας ότι δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν το Σούλι με κάτω από 3.000 άνδρες, ζήτησαν βοήθεια από την επαναστατική Κυβέρνηση έτσι ώστε να συνεχιστεί ο αγώνας και στην Ήπειρο.  

Μάταια όμως, και αυτό γιατί η Κυβέρνηση δεν έδωσε αξιόλογη ανταπόκριση στο κάλεσμα για υποστήριξη από τους πολιορκημένους, και αντιθέτως μάλιστα, αντί να στείλει την απαιτούμενη βοήθεια εκεί που έπρεπε, για να βοηθήσει τον αγώνα στην Ήπειρο, μιας και η Πελοπόννησος δεν διέτρεχε πλέον κανένα κίνδυνο, την απασχολούσε να δημιουργήσει σκευωρίες για τον Υψηλάντη και τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο.
 

Ο κλοιός έσφιγγε για το Σούλι καθώς ο Χουρσίτ ετοίμασε εκστρατευτικό σώμα 14.000 Αλβανών έναντι 1000 μόλις Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες όπως πάντα αντιστάθηκαν σθεναρά και στις τρεις κύριες μάχες στη Κιάφα, στο Αβαρίκιο και στα Χώνια. Στο προσκήνιο τότε εμφανίστηκε ο Μαυροκορδάτος, που αποφάσισε να εκστρατεύσει ο ίδιος για το Σούλι και να μαζέψει όσες δυνάμεις μπορεί. Ξεκίνησε λοιπόν με ένα σώμα Γάλλων, Γερμανών, Πολωνών και Ιταλών Φιλελλήνων. Μερικοί από αυτούς ήταν βετεράνοι πολέμων, έμπειροι αξιωματικοί. 

Οι περισσότεροι όμως ήταν φοιτητές Ευρωπαίοι που άκουγαν “Ελλάδα” και ξύπναγε μέσα τους κάθε ευγενικό αίσθημα ελευθερίας, ισότητας και πάταξης κάθε τυράννου και κάθε ζυγού. Το εκστρατευτικό αυτό σώμα, που στη συνέχεια ήρθαν και προσκολλήθηκαν σε αυτό ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους άνδρες τους, χωρίστηκε σε δύο λόχους. Ο ένας λόχος είχε αρχηγό τον Πολωνό Μιρζεύσκι, βετεράνο των Ναπολεόντειων πολέμων, και ο άλλος λόχος είχε αρχηγό τον Σεβαλιέ. Οι δύο λόχοι είχαν κοινό διοικητή τον γενναίο Ιταλό Δάννια. Ο Μάρκος Μπότσαρης μαζί με ένα μικρό σώμα Σουλιωτών μαζεύτηκαν μαζί με τους φιλέλληνες του Μαυροκορδάτου, για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν τον Ομέρ Βρυώνη, που του είχε ανατεθεί η συνέχεια της πολιορκίας των Σουλιωτών.  

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν αρχηγός των Σουλιώτικων στρατευμάτων, αλλά οι μάχες που δόθηκαν δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Μαυροκορδάτος πριν ξεκινήσει για το Σούλι, ήλπιζε ότι οι Ηπειρώτες θα είχαν μεγαλύτερο αριθμό ανδρών και θα συμπληρωνόταν από τους άνδρες των Μαυρομιχάλη, Γ. Κολοκοτρώνη και το σώμα των Φιλελλήνων… Αυτό όμως δεν συνέβη σε καμία περίπτωση, αλλά αντιθέτως η κακή συνεννόηση του Μαυροκορδάτου και η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, έφεραν την καταστροφή. 

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο ανιψιός του Ηλίας Μαυρομιχάλης έπεσαν ηρωικά κατά τη διάρκεια των μαχών και ο Γ. Κολοκοτρώνης έφυγε πάλι για την Πελοπόννησο ύστερα από την εισβολή του Δράμαλη, που ανάγκασε τον πατέρα του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, να τον ανακαλέσει. Έτσι, ο Μαυροκορδάτος με το Φιλελληνικό σώμα και ο Μάρκος Μπότσαρης με τους λίγους Σουλιώτες που έμειναν στο πλευρό του, αντιμετώπισαν 6.000 άνδρες του Κιουταχή στο Πέτα και στη Πλάκα. 

Η καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων ήταν ολέθρια. Σχεδόν όλοι οι Φιλέλληνες σκοτώθηκαν, ενώ ο Μάρκος μόλις κατάφερε να υποχωρήσει την τελευταία στιγμή με τους άνδρες του για να ανασυνταχθούν. Τα απανωτά λάθη του Μαυροκορδάτου σ ‘αυτή την εκστρατεία, στάθηκαν αρκετά έτσι ώστε όλο το Φιλελληνικό Τάγμα, πλην ελαχίστων, να πέσει ηρωικά. Η αυτοθυσία των Φιλελλήνων, που στάθηκαν αντάξιοι των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, παρέμεινε στο πάνθεον της ιστορίας, όπως και αυτοί οι ίδιοι, που με απαράμιλλο ηρωισμό και σπάνια πίστη στα ιδανικά της Ελλάδας και της ελευθερίας, έπεσαν μαχόμενοι στην ολέθρια μάχη του Πέτα.

.  Από τα νιάτα μου πολέμησα σ‘ όλα τα μέρη που βρίσκονται κάτω απ’ τον ουρανό. Το μόνο που κέρδισα απ’ αυτό, είναι η πεποίθηση ότι πουθενά τα πράγματα δεν είναι σωστά.

 Τώρα ένα πράγμα μόνο ποθώ. Να πεθάνω πολεμώντας στην αγιασμένη τούτη γη ή να δω την ελευθερία να βλασταίνει σ’ αυτή, σα γερασμένος πολίτης της.
Και απάντησε στον Μιρζεύσκι ο Δάννιας, τεντώνοντας το χέρι του, λίγο πριν ξεψυχήσουν στο πεδίο της μάχης…
-Και αν οι εχθροί στήσουν τα ασπρόμαλλα κεφάλια μας στα σεράγια τους, τα λείψανα αυτά θα διδάξουν πως πεθαίνουν οι άνθρωποι υπερασπίζοντας την πίστη και τη λευτεριά…„
Τα τελευταία λόγια που αντάλλαξαν στο Πέτα οι δύο Φιλέλληνες, λίγο πριν δώσουν την ζωή τους για την ελευθερία  

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου
Ο Μάρκος Μπότσαρης μαζί με τον Μαυροκορδάτο, έπειτα από την καταστροφική ήττα στο Πέτα, συνέχισαν την επανάσταση στο Μεσολόγγι έτσι ώστε να σωθεί κάτι από τη δυτική Ελλάδα, πριν χαθούν όλα και είναι πλέον αργά Το κλίμα για τον Μάρκο ήταν βαρύ. Το Σούλι πλέον είχε χαθεί μια για πάντα και έπειτα από τις απανωτές ήττες, προσπαθούσε να ορθοποδήσει ξανά. Με 600 άντρες ετοιμάστηκε να υπερασπιστεί το Μεσολόγγι καθώς ο Ομέρ Βρυώνης με 11.000 στρατό θα ξεκίναγε την πολιορκία του τον Οκτώβριο του 1822.
 

Η πολιορκία όλο και καθυστερούσε, καθώς ο Ομέρ προσπάθησε να πάρει το Μεσολόγγι άνευ μάχης. Γι’ αυτό ήρθε σε επαφή με τους πολιορκημένους και μέσω διαπραγματεύσεων ήλπιζε στην παράδοση της. Ο Μάρκος Μπότσαρης τότε, σκέφτηκε μια έξυπνη τακτική έτσι ώστε να καθυστερήσει την τελική απόφαση για την τύχη της πόλης. Καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις και ξεκίνησε μια επικοινωνία με τον Ομέρ μέσω πλαστών συνομιλιών σχετικά με την παράδοση της πόλης, έτσι ώστε οι πολιορκημένοι να ετοιμάσουν τα οχυρά τους, να έρθει η απαιτούμενη βοήθεια από την Πελοπόννησο και να γίνει η τελική μάχη. Όπως και έγινε. 

Οι μήνες πέρναγαν και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, ώσπου ήρθε ο Δεκέμβριος και στο Μεσολόγγι είχε ήδη φθάσει ο Δεληγιάννης, ο Ζαΐμης και ο Πετρόμπεης μαζί με έναν στόλο από την Ύδρα, που έσπασε τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Τούρκου Γιουσούφ και έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στους πολιορκημένους. 

Οι Έλληνες όταν πλέον ήταν έτοιμοι στρατιωτικά για την επικείμενη μάχη, μήνυσαν τον Ομέρ Βρυώνη ότι αν θέλει την πόλη, να έρθει να την πάρει. Έτσι, ο Ομέρ επιχείρησε να κάνει έφοδο την νύχτα της 25ης Δεκεμβρίου, ημέρα ιερή για τους χριστιανούς, τα Χριστούγεννα, καθώς πίστευε πως οι Έλληνες θα είχαν χαλαρώσει λόγω της ημέρας. Αντιθέτως όμως, οι Έλληνες όχι μόνο δεν χαλάρωσαν, αλλά ήταν έτοιμοι στα τείχη για την τελική μάχη. 

Ο Μάρκος κατάλαβε το σχέδιο των Τούρκων και γιατί αποφάσισαν εκείνη την ημέρα για επίθεση, και έτσι οι πολιορκημένοι παρέμειναν σε θέσεις μάχης, άφησαν τα Αλβανικά τάγματα να πλησιάσουν κοντά, τα θέρισαν με πυκνούς πυροβολισμούς και τα έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα από λίγες μέρες η πολιορκία λύθηκε, καθώς ο Τουρκικός στρατός είχε υποστεί καταστροφή.

...Το χαρτί της αρχιστρατηγίας…
...και η συγχώρεση του φονιά του πατέρα του…

 Έπειτα από τις συνεχόμενες νικηφόρες μάχες του, ο Μάρκος δέχθηκε από την Κυβέρνηση το χαρτί της αρχιστρατηγίας στη δυτική στερεά Ελλάδα. Οι αντιζηλίες και η δυσαρέσκεια όμως τον υπολοίπων οπλαρχηγών δεν άργησε να φανερωθεί. Μόλις αντιλήφθηκε την διχόνοια που είχε πέσει στο ελληνικό στρατόπεδο, ο Μπότσαρης χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το τιμημένο χαρτί της αρχιστρατηγίας, και αφού το φίλησε ως ένδειξη σεβασμού το έσκισε στα δύο και είπε “τα διπλώματα δίνονται στις μάχες, και δεν είναι γραμμένα σε χαρτί, μόνο στις κάμες των σπαθιών!„ …Το μόνο που δεν ήθελε ήταν η διχόνοια. 

Ο ήπιος και ήρεμος χαρακτήρας του ήθελε μόνο οι Έλληνες να είναι μονιασμένοι. Την ανιδιοτέλεια του και την αγάπη του για την πατρίδα, ο Μάρκος, την έδειξε τόσο με τη στάση του απέναντι στο δίπλωμα της αρχιστρατηγίας, όσο και με την συγχώρεση του φονιά του πατέρα του, Γώγου Μπακόλα, για χάρη της επανάστασης, καθώς οι Σουλιώτες του έτρεφαν άσπονδο μίσος…  

Η απαγωγή της οικογένειας του
Κατά την διάρκεια της επανάστασης, η οικογένεια του διέμενε στο Κακόλακκο. Εκεί αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και ο Μάρκος Μπότσαρης στη προσπάθεια του να ελευθερώσει την γυναίκα του και τα παιδιά του, ζήτησε από την προσωρινή κυβέρνηση την ανταλλαγή της οικογένειας του με τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά, που τα κατείχαν οι Έλληνες μετά την άλωση της Τριπολιτσάς. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός κατάφερε την επανασύνδεση με την οικογένειά του και για να την προστατέψει, την έστειλε στην Ανκόνα της Ιταλίας για να είναι προστατευμένη σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο ίδιος παρέμεινε στη Πελοπόννησο και ύστερα ξαναπήγε στη δυτική στερεά Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα. 

Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην οικογένεια του και αυτό φαίνεται από τη στιγμή που μετέφερε την γυναίκα και τα παιδιά του στην Ιταλία, μακριά από τον πόλεμο και τον Τουρκικό ζυγό, δίχως ο ίδιος να γνωρίζει αν κάποτε τους ξαναδεί. Η αγάπη και η αφοσίωση στην πατρίδα όμως έμεινε ακλόνητη. Παρέμεινε στην Ελλάδα έτσι ώστε να δώσει τον εαυτό του για τον αγώνα και την απελευθέρωση του γένους.

 

Η Μάχη στο Κεφαλόβρυσο
Ύστερα από την καταστροφή του Δράμαλη, ο σουλτάνος διέταξε να εισχωρήσουν στον ελλαδικό χώρο δύο μεγάλοι στρατοί. Ο ένας με τον Γιουσούφ πασά Βερκόφτσαλη και ο άλλος με το Μουσταή Πασά από τη Σκόρδα, ο οποίος κατέβηκε με 8.000 άνδρες. Ο πρώτος χωρίς να καταφέρει κάτι το ιδιαίτερο, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας του, γύρισε άπρακτος. Έτσι, ο κίνδυνος συσσωρεύτηκε στον Μουσταή, ο οποίος ένωσε τα στρατεύματα του με αυτά του Ομέρ πασά, διπλασιάζοντας τα σχεδόν σε μια δύναμη 12.000-14.000. 

Έχοντας πλέον μια ικανή στρατιά, κατέλαβε τα Άγραφα αμαχητί και ύστερα προχώρησε για την κατάληψη του Καρπενησίου. Τότε, ήταν η ώρα του Μάρκου Μπότσαρη να δώσει την κρισιμότερη μάχη που θα έδινε μέχρι εκείνη τη στιγμή, και αυτό γιατί αν ο Μουσταή πασάς πέρναγε στον Μωριά, όπως ήταν το σχέδιο του σουλτάνου, τότε θα υπήρχε πραγματικός κίνδυνος για την συνέχεια του αγώνα.

  

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξαν στενοί φίλοι και πολέμησαν στο ίδιο πλευρό σε πολλές μάχες του αγώνα. 

Στις 28 Ιουλίου του 1823, ο «Γιος της καλόγριας» συναντήθηκε με τον «Αητό του Σουλίου» στο Σοβολάκο, έτσι ώστε οι δύο οπλαρχηγοί να ενώσουν τα στρατεύματα τους, για να ανακάμψουν την πορεία του Μουσταή. Το στράτευμα του Γεωργίου Καραϊσκάκη ακολούθησε τον Σουλιώτη αρχιστράτηγο, ενώ ο ίδιος ο Καραϊσκάκης αν και ήθελε να παρευρίσκεται στην επικείμενη μάχη, δεν μπορούσε λόγω της ασθενείας που τον ταλαιπωρούσε επί χρόνια, την φυματίωση, και για τον λόγο αυτό πήγε στην αγαπημένη του μονή, τη μονή Προυσού, για να ξεκουραστεί. 

Μαζί ακόμα με μερικούς Ακαρνάνες, Αιτωλούς και το Σουλιώτικο στράτευμα του, αποφάσισε την τελική επίθεση στον Μουσταή, που αυτός ωστόσο είχε ήδη καταλάβει το Καρπενήσι. Το σχέδιο ήταν απλό. Το βράδυ της 8ης προς 9η Αυγούστου οι Έλληνες θα έκαναν έφοδο στις σκηνές των Τούρκων. 

Ο Μπότσαρης ήξερε καλά ότι η αναλογία των δύο στρατών ήταν 1/24, όμως επίσης γνώριζε πως Τουρκαλβανοί και Σουλιώτες φορούσαν τα ίδια, πάνω κάτω ρούχα, και για τον λόγο αυτό διέταξε του Σουλιώτες να πετάξουν τα φέσια, στη θέση τους να φορέσουν μαντίλια, και να σηκώσουν τα μανίκια τους ως τον αγκώνα. Επίσης, έδωσε και σύνθημα, σ’ αυτούς που μιλούσαν αρβανίτικα, στα αρβανίτικα, και σε αυτούς που μιλούσαν ελληνικά, στα ελληνικά. Και το σύνθημα ήταν ένα για όλους… “ Τίση!„ και η απάντηση “Ατσάλι!„… 

Έτσι, το βράδυ έγινε η επίθεση. Αρχικά οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τα τουφέκια τους, μα δεν άργησαν να βγάλουν τα σπαθιά τους, που τα είχαν κρυμμένα ήδη από πριν στα στήθη τους, για να μην λαμπυρίζουν από το φως του φεγγαριού… Οι Τούρκοι σαστισμένοι και τρομοκρατημένοι μη ξέροντας από που τους ήρθε η επίθεση, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να σφάζονται μεταξύ τους. Οι Σουλιώτες είχαν αρχίσει να παίρνουν τα ηνία της μάχης και να σφάζουν με μανία το στρατόπεδο του Μουσταή. Τότε μια αδέσποτη σφαίρα πέτυχε τον αρχηγό τους, Μάρκο Μπότσαρη, στο ισχίο… Αλλά ήταν για αυτόν σαν να μη συνέβη τίποτα.

 

 

“ Αδέλφια, με βάρεσαν!„

Ο Μάρκος, πλημμυρισμένος από ορμητικότητα, έψαχνε μανιωδώς να βρει μια μεγάλη σκηνή έτσι ώστε να αιχμαλωτίσει ή και να σκοτώσει κάποιον υψηλόβαθμο Τούρκο. Μόλις βρήκε την σκηνή του Μουσταή Πασά, μπήκε μέσα να τον αιχμαλωτίσει αλλά δεν πρόφτασε. Δύο σφαίρες, από τον Αφρικανικό υπηρέτη του Πασά, τον πέτυχαν στο μέτωπο και ο Μάρκος έπεσε νεκρός, στα 33 του μόλις έτη…Τα ξαδέρφια του μόλις είδαν τον αρχηγό τους να έχει πέσει κάτω έτρεξαν να μαζέψουν το σώμα του, γιατί αν οι υπόλοιποι Σουλιώτες αντιλαμβάνονταν το τι είχε συμβεί, αυτό θα σήμαινε υποχώρηση. 

Έτσι, πήγαν στο βουνό που είχε συμφωνηθεί ότι θα πάνε με το που χαράξει. Όταν ο ήλιος ανέτειλε, οι Σουλιώτες έφυγαν για το προσυμφωνημένο σημείο συνάντησης, γεμάτοι χαρά και έτοιμοι να γιορτάσουν τη μεγάλη νίκη με τον καπετάνιο τους, αλλά όταν ανέβηκαν τη ράχη, αντίκρισαν τον νεκρό αρχηγό τους…
Θρήνος μεγάλος γίνεται μέσα στο Μεσολόγγι 

Τον Μάρκο παν στην εκκλησιά, τον Μάρκο παν στον τάφο
Ξήντα παππάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
Κι από μεριά Σουλιώτισσες τόνε μοιρολογάνε
Κι ο γέρο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
 

Κι όλο του Μάρκου να ‘λεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
«για σήκω πάνω Μάρκο μου και μη βαριοκοιμάσαι»
Ο βάλτος κι αν προσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι
Το Μεσολόγγι απόμεινε δε θέ να προσκυνήσει
Στεργιάς το δέρνει ο Κιουταχής κι ο Αράπης του πελάγου
Κι ο Μάρκος αποκρύθηκε, μ’ όσο κι αν ημπορούσε
«Δε μπορώ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ, να κάτσω
Γιατί έχω βόλι στην καρδιά, στο πρόσωπο σκοτάδι»
Οι σύντροφοι του Μάρκου, τον ανέβασαν σε ένα άλογο όρθιο, με το κεφάλι σηκωμένο να κοιτάει τον ουρανό, και σιγά σιγά, με νεκρική πομπή, τράβηξαν προς το Μεσολόγγι. Στη μέση της διαδρομής στάθηκαν στη μονή Προυσού. Ο Καραΐσκος, περίλυπος, προσκύνησε το σώμα του νεκρού αδελφού του, και είπε κλαίγοντας “Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι’ εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω„… 

Ο Μάρκος κηδεύτηκε με κάθε τιμή. Η θλίψη και η οδύνη κατέκλυσαν όλο το Μεσολόγγι και όλη την Ελλάδα. Η κηδεία του οποίου έμοιαζε με αυτή του πρίγκιπα Έκτορα, στα ομηρικά έπη, όπως πολύ όμορφα είχε αναφέρει ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός… Τον αρχιστράτηγο τον έκλαψαν μέχρι και οι εχθροί του. Ο Μουσταή πασάς στο τέλος της μάχης φαίνεται να είπε πως «θα ήθελε να έχει την παλικαριά του» ενώ οι Αλβανοί έλεγαν πως αν ήταν μουσουλμάνος, θα πίστευαν ότι ο προφήτης Αλής ήρθε πάλι στη Γη. 

Στην Ευρώπη ο Σουλιώτης αρχιστράτηγος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο Αμερικανός Φιτς-Γρκιν Χάλλικ έγραψε ένα ποίημα για τον Μάρκο Μπότσαρη με τίτλο «MARCO BOZZARIS» όπως επίσης και ο Ελβετός ποιητής Τζάστ Ολίβιερ έγραψε ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825. Ο Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε μερικές από τις ωδές του στον Έλληνα ήρωα και ο Ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ συνέθεσε όπερα γι’ αυτόν. 

Ήταν αγαπητός σε όλους τους Έλληνες και τους Φιλέλληνες, ενώ έγινε φυλακτό στους λαιμούς Αγγλίδων και Γαλλίδων, καθώς ήταν πρότυπο ανθρώπου, ήρωα και εμπνευστή της εποχής. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα πολλοί δρόμοι του Παρισιού έχουν πάρει το όνομα του, πράγμα σπάνιο, που δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλον αγωνιστή…  

Ο Μάρκος Μπότσαρης δεν ήταν μόνο ο Αητός του Σουλίου, αλλά ήταν και ο Αητός ολόκληρης της Επανάστασης. Με το ήθος του, τη σεμνότητα και την ανιδιοτέλεια του, ξεχώρισε πραγματικά ανάμεσα σε όλους τους αγωνιστές. Ήταν αυτός που σεβόταν τους μεγαλύτερους, ήταν αυτός που έσχισε το χαρτί της αρχιστρατηγίας, ήταν αυτός που συγχώρεσε τον φονιά του πατέρα του. Ο «άνθρωπος» Μάρκος, που δεν δεχόταν τις αισχρολογίες και τις ατιμίες, που κράταγε πάντοτε μια στάση ευγενική, άκουγε όποιον είχε να του ζητήσει ή να του πει κάτι, χωρίς να τον υποτιμήσει… Όπως έγραψε για αυτόν, ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη… “εις τον στρατόν εφύλαττε χαρακτήρα σεμνόν και συναναστροφήν τιμίαν, μεμιγμένην με κομψότητας„. Η ευγενέστερη μορφή του αγώνα, ένα «αρνί με καρδιά λιονταριού» όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος συνήθιζε να λέει…

  

Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει. η Δόξα λαμπράδες γιομάτη· κλεισμένο για πάντα το μάτι, οπού ’χε πολέμου φωτιά· ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα Απάνου στου Μάρκου το σώμα· Απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος· Μια θλίψη, μία άκρα βοή, Και θρήνος και κλάψα πολλή

 

Η μικρή Ελλάδα που θρηνεί πάνω από το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη Έργο του Γάλλου Φιλέλληνα γλύπτη David d’Angers 

Τάφος Μ. Μπότσαρη, Μεσολόγγι
 

Επιμέλεια: Σταύρος Γιαννουσόπουλος για το Hondos News.

Post a Comment

To Hondos News σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Previous Post Next Post