Η Επανάσταση του 1821 σηματοδοτεί την αυγή της ίδρυσης του Σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, το οποίο και αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Η επανάσταση, είχε ως σκοπό την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον Τούρκο δυνάστη ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Χωρίς την συνδρομή οργανώσεων όπως η Φιλική Εταιρεία και σημαντικών οπλαρχηγών με πρωτοστάτες τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Α. Μιαούλη, τον Γ. Μακρυγιάννη, τη Λ. Μπουμπουλίνα και τόσους άλλους γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές, η τύχη της Ελλάδας και του σκλαβωμένου ελληνικού έθνους θα ήταν σίγουρα πολύ διαφορετική.
Όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος και ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, του πρώτου Κυβερνήτη της και την επιβολή του νεαρού βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα ως τον πρώτο βασιλιά, τα οικονομικά της χώρας είχαν ήδη φτάσει στο απόγειο της παρακμής τους. Το κράτος αδυνατούσε να δώσει συντάξεις σε παλιούς πολεμιστές ή χήρες τους και ορφανά.
Γενικά η πατρίδα φέρθηκε με μεγάλη απαξίωση προς αυτούς, σκοπεύοντας αποκλειστικά να δώσει αμοιβές και προνόμια σε άντρες ευνοούμενους του Bασιλιά και των βαυαρών στρατιωτών του. Δεν είναι λίγες ιστορίες παραγκωνισμού τέτοιων σπουδαίων ανθρώπων όπως αυτή του Νικηταρά, της Μαυρογένους και του Ανδρούτσου που μόνο καλής μεταχείρισης δεν έτυχαν .
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ. [1782 – 1849]
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν από τις μεγαλύτερες μορφές της Επανάστασης του 1821, ήρωας τίμιος, με τεράστιο ήθος και ανιδιοτέλεια κάτι που μέχρι και οι εχθροί του ακόμα αναγνώρισαν. Ο Νικηταράς ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη και καθιερώθηκε στο πάνθεον των ηρώων μετά τη μάχη στα Δερβενάκια [1822] που όπως γίνεται γνωστό μέσα στη μάχη διέλυσε 3 σπαθιά ενώ το τέταρτο χρειάστηκε παρέμβαση γιατρού για να το αφαιρέσουν λόγω αγκύλωσης που είχε πάθει. Από περιγραφές φαίνεται πως ούτε δώρα καταδεχόταν, ούτε καν να λαφυραγωγήσει κατακτημένες πόλεις ενώ ότι πολύτιμο είχε στη κατοχή του το έδωσε για την ενίσχυση του αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση στήριξε τον Καποδίστρια ενώ επί βασιλείας Όθωνα, συνελήφθη δύο φορές αν και αθωώθηκε ύστερα. Το 1839 εντάχθηκε στην Φιλοορθόδοξη Εταιρεία, με αρχηγό τον αδελφό του Καποδίστρια η οποία ήταν μια συνωμοτική οργάνωση με σκοπό να αναγκάσουν τον Όθωνα να ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα και να κατακτήσει αλύτρωτες τουρκοκρατούμενες περιοχές. Ύστερα όμως από προδοσία, φυλακίστηκε το ίδιο έτος και δεινοπάθησε τόσο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στις φυλακές όπως η μεγάλη υγρασία στα κελιά, όσο και από τη μεταχείριση από τους δεσμοφύλακές του όπως ήταν το λίγο φαΐ, συχνός και άγριος ξυλοδαρμός ημερησίως που είχε σαν αποτέλεσμα μέχρι και σπάσιμο πολλών οστών του.
Ακόμα του απαγόρευαν να δει και θεράποντα γιατρό και τους συγγενείς του. Ύστερα από όλα τα βασανιστήρια, δικάστηκε και τιμωρήθηκε με εξορία στην Αίγινα ενώ την ίδια εποχή εμφανίστηκε και το σάκχαρο που τον ταλαιπώρησε πολύ. Μετά την απελευθέρωσή του, η κατάστασή του ήταν τέτοια που με το που τον πρωτοείδε η κόρη του έχασε τα λογικά της από το σοκ που υπέστη.
Λόγω της κατάστασής του ζήτησε σύνταξη από το κράτος και αντί αυτής, του δόθηκε επίσημη άδεια επαιτείας κάθε Παρασκευή έξω από μια συγκεκριμένη εκκλησία. Αξιόλογο δε, είναι και ένα γεγονός με έναν ξένο πρέσβη που τον αναγνώρισε και ενώ προσπάθησε πλαγίως να τον βοηθήσει ρίχνοντας μπροστά του τυχαία ένα πουγκί με χρυσά φλουριά εκείνος του το παρέδωσε αμέσως χωρίς να κρατήσει τίποτα.
Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, κατάφερε να λάβει μια μικρή σύνταξη και τον τίτλο του υποστράτηγου, ενώ τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον Κολοκοτρώνη, κάτι το οποίο και έγινε. Δυστυχώς όμως είχε χάσει όλη του οικογένεια και σήμερα σορός και τάφος αγνοούνται στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών .
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ [1796 – 1840 ].
Μια από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές της επανάστασης του 1821, ήταν η μυκονιάτισσα Μαντώ Μαυρογένους, μια γυναίκα με Ευρωπαϊκές επιρροές και κουλτούρα. Όντας από αριστοκρατική γενιά με μεγάλη περιουσία, διέθεσε όλα της τα χρήματα για τον αγώνα βοηθώντας πολλούς ανθρώπους και ναυπηγώντας 6 καράβια των οποίων και είχε την αρχηγία τους .
Γνωρίστηκε με τον αριστοκράτη Δημήτριο Υψηλάντη με τον οποίο ερωτεύτηκε εν μέσω του αγώνα, αρραβωνιάστηκαν και κανόνισαν τον γάμο τους για μετά την απελευθέρωση. Ο Κωλέττης σε καμία περίπτωση δεν ήθελε την ένωση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών λόγω φόβου για τη μεγάλη τους δύναμη και επιρροή στον αγώνα και για μετά την απελευθέρωση , για αυτό το λόγο αποφάσισε να τους χωρίσει. Διέδωσε φήμες για την Μαντώ, πως τάχα είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον άγγλο Μπλάκερ ενώ ήταν αρραβωνιασμένη. Οι φήμες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την διάλυση του αρραβώνα τους. Ο Κωλέττης αργότερα κατηγορήθηκε πως είχε εμπλακεί και στην απαγωγή της ίδιας από κουκουλοφόρους.
Η Μαντώ μίσησε τον Υψηλάντη ενώ τον κατηγόρησε για αθέτηση της υποσχέσεως γάμου που της είχε δώσει, κάτι το οποίο πέρασε και έφυγε απλώς.
Το άσχημο σε αυτή την ιστορία είναι πως έχασε όλα της τα χρήματα ενώ το σπίτι της δέχτηκε πλιάτσικο από ομάδα στρατιωτών που έσβησε φωτιά στο σπίτι της. Το παράδοξο είναι πως ο διοικητής τους, τους επέπληξε επειδή δεν τον είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα για να συμμετάσχει και αυτός! Λέγεται μάλιστα πως η ίδια μονολόγησε απελπισμένα << Αυτά αξίζω για όσα πρόσφερα;; >>
Επί Κυβέρνηση Καποδίστρια, της δόθηκε ένα βοήθημα, σπίτι και ο τίτλος της αντιστράτηγου. Μετά όμως την δολοφονία του διώχθηκε από τους Κωλέττη και Μαυροκορδάτο από το Ναύπλιο, στο οποίο και διέμενε. Λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης ζήτησε οικονομική υποστήριξη από τον Όθωνα, άλλα έλαβε τόσα λίγα που του έστειλε ειδική επιστολή για το τι προσέφερε τονίζοντας ότι άξιζε κάτι καλύτερο .
Δεν έλαβε ποτέ ούτε απάντηση ούτε κάποια βοήθεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έχοντας χάσει και τα τελευταία χρήματά της και το σπίτι που αγόρασε, λόγω κρατικής απάτης με ακύρωση της δημοπρασίας μέσω της οποίας είχε αγοράσει το σπίτι της, κατέληξε φιλοξενούμενη στο σπίτι ενός γνωστού της όπου κι πέθανε από τυφοειδή πυρετό το 1840 σε ηλικία 44 ετών. Ετάφη στη Πάρο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΎΤΣΟΣ [ 1788 – 1825 ].
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν γιός του κλεφταρματωλού Ανδρέα Ανδρούτσου που κυνηγήθηκε από τον Αλή Πασά. Μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά και διακρίθηκε για τη δύναμή του. Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή του στη μάχη στο Χάνι της Γραβιάς [1821] με τον Ομέρ Βρυώνη.
Λόγω της μεγάλης δύναμης και των πολλών νικών του, έφτασε η φήμη του να γίνει τόσο μεγάλη που αποτέλεσε αντικείμενο μίσους για πολλούς συμπολεμιστές, πολιτικούς και κοτζαμπάσηδες οι οποίοι πολλάκις προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Μέχρι και στον Νικηταρά προτάθηκε να τον δολοφονήσει αλλά αρνήθηκε .
Εξαιτίας της τεταμένης κατάστασης, ο Οδυσσέας αυτομόλησε στους Τούρκους κάτι για το οποίο αμέσως μετάνιωσε και αμέσως έκανε αυτό που το πρόσταζε η ηθική του, δηλαδή να παραδοθεί στις ελληνικές αρχές και να δικαστεί.
Αμέσως παραδόθηκε στο πρωτοπαλίκαρό του τον Γκούρα, ενώ διαδίδεται η φήμη πως ο Κωλέττης πρόσταξε την εκτέλεσή του. Στάλθηκε επιστολή στο φρούραρχο της Ακροπόλεως με το συνθηματικό Πούλα το λάδι πριν πέσει η τιμή του.
Τα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου 1825, βρέθηκε το τσακισμένο σώμα του Ανδρούτσου στα βράχια της Ακροπόλεως ενώ η απάντηση για αυτό ήταν πως προσπάθησε να διαφύγει με σχοινί το οποίο και κόπηκε και για αυτό το λόγο έπεσε στα βράχια. Όλη η Ελλάδα πίστεψε την εκδοχή αυτή, εκτός από τον φρουρό Κωνσταντίνο Καλαντζή που ήταν φρουρός στην Ακρόπολη τότε και μίλησε πολλά χρόνια αργότερα περιγράφοντας τα γεγονότα όπως τα είδε .
Τα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου μπήκαν στο κελί του Ανδρούτσου κάποιοι άνδρες [οι δολοφόνοι του, που τους είχε καταλάβει γιατί είχαν έρθει] που για να τον ακινητοποιήσουν συνέθλιψαν τα γεννητικά του όργανα με μια πέτρα και με την οποία τον χτύπησαν. Αφού ξυλοκοπήθηκε άγρια, στραγγαλίστηκε και τελικά γκρεμίστηκε το πτώμα του από τα βράχια για να καλυφθούν τα ίχνη της δολοφονικής ενέργειας εναντίον του. Σύμφωνα με την ιστορική αφήγηση, ηθικός αυτουργός ήταν ο Ι. Κωλέττης και φυσικός αυτουργός το πρωτοπαλίκαρό του ο Γκούρας .
Στον επίλογο του άρθρου αυτού, σκόπιμο είναι να τονιστεί το γεγονός πως η εξασφάλιση εξουσίας, δύναμης και κύρους μέσα από νικηφόρες μάχες των ελλήνων ήταν και ένας λόγος γέννησης μεγάλης απέχθειας, μίσους και ζήλειας με άκρως αρνητικά αποτελέσματα όπως οι δολοφονικές απόπειρες εναντίον πολλών αγωνιστών.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί οι πνευματικοί άρχοντες και αριστοκράτες όπως οι Φαναριώτες, που πολλοί εξ αυτών απλώς διέταζαν από τα γραφεία τους χωρίς να συμμετάσχουν σε ένοπλους αγώνες. Μεγάλος τους φόβος ήταν να μην χαθούν τα προνόμιά τους που και μετά την απελευθέρωση θεοποίησαν, ενώ αυτούς που τους τα χορήγησαν μέσω αιματοβαμμένων αγώνων να καταδικάζονται σε θάνατο, ανέχεια, φτώχεια και λησμονιά από τους σύγχρονούς τους.
Την εποχή αυτή γεννήθηκε και η φράση ‘’πέθανε στη ψάθα’’, για αγωνιστές που πέθαναν τόσο φτωχοί που η οικογένειά τους δεν είχε χρήματα, ούτε για να αγοράσουν φέρετρο με αποτέλεσμα να τους τοποθετούν σε ψάθινους τάπητες αντί κάσες και να τους θάβουν. Η ιστορία όμως δόξασε μετά θάνατον τα ονόματα αυτών των ηρώων ενώ καταδίκασε άλλους που είχαν εξασφαλίσει προνόμια εν ζωή.
Η πατρίδα αγνωμονούσα όχι μόνο δεν πρόσφερε τότε κάτι σε αυτούς τους ανθρώπους, όχι μόνο δεν παραδειγματίστηκε από τα παρελθοντικά της λάθη δυστυχώς και σήμερα συνεχίζει το ίδιο μοτίβο. Μόνο η ιστορία σαν άξιος κριτής δικαιώνει και καταδικάζει όσους το αξίζουν και όχι οι κύριοι των γραφείων – προνομίων και των θέσεων.
Λάβαρο της Επανάστασης του 1821
Επιμέλεια: Αντώνης Λουκόπουλος
ΓΙΑ ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821.